Still

Still

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

σειρήνες


Σειρήνες



1. Περιβαλλοντική συγκυρία.

Η νύχτα διακόπτεται απο σειρήνες, ξανά.

Ήχος συνδεδεμένος στο συλλογικό υποσυνείδητο με ξέφρενα αυτοκινητοκυνηγητά, ο Κλίντ να τρέχει ξοπίσω απο κάποιο κάθαρμα, ή ο Στίβ Μακ Κουίν να ροβολάει στους λόφους του Σαν Φρανσίσκο με περιπολικά στο κατόπι του. Μπορεί να εκτιμούσε την μελωδική του μονοτονία, ή την πλούσια ιστορία πίσω απο ένα τόσο απλό γεγονός, αν δεν είχε καταντήσει τόσο... προσωπικό πια.

Αυτό το διαπεραστικό ίου ίου ίου, στο δικό του μυαλό έπαιζε πάντα με μουσική υπόκρουση το Sabotage των Beastie boys. Κωλόπαιδα που μασκαρεύονται, παίζοντας κλέφτες και αστυνόμους. Και κάπως έτσι αισθάνεται τώρα, σαν να είναι κάποια κωλόπαιδα που το έχουν βάλει σκοπό να τον τρελάνουν. Να τον κάνουν να αρπάξει ένα τσεκούρι και να βγεί έξω, ένας τριαντάρης με τις πυτζάμες του, να ψάχνει τους δρόμους και τα διαμερίσματα, να βρεί που κρύβονται, με το κασσετοφωνάκι, σιντί, mp3 player, ό,τι σκατά είναι που έχουν και το βάζουν να παίζει κάθε βράδυ, την ίδια ακριβώς ώρα. Τρείς το πρωί. Την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα.

Το αστείο είναι, πως όταν ήρθε να μείνει εδώ, ανησυχούσε για τα εργοστάσια χημικών που είναι παραδίπλα. Είναι δέκα χρόνια εδώ και αυτά δεν του έχουν δημιουργήσει ακόμη κανένα πρόβλημα.

Σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα της τουαλέτας. Η όλη διαδικασία μοιάζει να είναι συνδεδεμένη με το κατούρημα, κάποιος σαν να ξέρει πότε πρέπει να πάει και του βάζει την κατάλληλη ηχητική υπόκρουση. Σίγουρα δεν είναι έτσι, αλλά, καθώς ανεβάζει τα παντελόνια του, αποφασίζει πως ό,τι και αν συμβαίνει, πρέπει να το ανακαλύψει σύντομα. Έχει να πάει στη δουλειά κάθε πρωί, είναι φορολογούμενος, έχει δικαιώματα.

Και έχει αρχίσει να κουράζεται.


2. Κοινωνικός περίγυρος.

Απο το γραφείο του δήμου τον ενημέρωσαν ευγενικότατα πως θα έπρεπε να ξεχωρίζει τα είδη των σειρήνων και να τους πεί τί ακριβώς ακούει. “είναι ίου ίου, ή ιίου ιίου ιίου”; Αλλά, έτσι και άλλιως, δεν υπάρχει αστυνομικό τμήμα κόντα του. Ούτε πυροσβεστική. Ούτε νοσοκομείο. Και οι τελευταίες μέρες ήταν πόλυ ήσυχες στην πόλη, οπότε “μάλλον κάποιος γείτονας αφήνει την τηλεόραση ανοιχτή κάθε βράδυ, κύριε”, (του φάνηκε, ή ήταν λίγο ειρωνικό αυτό το κύριε), “αν ξέρετε ποιός είναι, μπορούμε να του κάνουμε τις απαραίτητες συστάσεις, δεν γίνεται να μπαινοβγαίνουμε στα σπίτια του κόσμου και να ψάχνουμε”. Κλίκ.

Πίνει ένα δυνατό καφέ για να ξυπνήσει και αρχίζει τους υπολογισμούς:

Απο κάτω του, τρία διαμερίσματα.

Απο πάνω άλλα τρία.

Δυό ακόμη διαμερισματα στον όροφό του και το ένα είναι άδειο. Στο άλλο, μια γριά που κάθε βράδυ ποτίζει τις αζαλέες της και προσπαθεί να κοιμηθεί, αφού κατεβάσει καμιά δεκαριά χάπια. Απ'όσο ξέρει, δεν έχει τήλεοραση.

Ξεκινά αμέσως, απο τον κάτω όροφο. Το μάτι του εξασκημένο, κάθε φορά που του άνοιγουν την πόρτα τους, σκανάρει γρήγορα το χώρο πίσω. Τους ακούει να δίνουν ασαφείς εξηγήσεις, ή να κάνουν τους ανήξερους, αλλά τηλεοράσεις στο άμεσο όπτικο πεδίο, ειδικά αυτές οι τεράστιες πλάσμα, αποτελούν τεκμήριο ενοχής ό,τι και να βγαίνει απο τα στόματα τους.

Στο ισόγειο, με τεράστιες φλάτσκρινς, ο Τζίμ με τη γυναίκα του, που όλο μαλώνουν, αλλά και ο Ντέιβιντ με την Μόιρα και τα παιδιά τους. Ύποπτοι. Απο πάνω του είναι ο Ρέι ο ήσυχος, χωρίς ορατή τηλεόραση, αλλά κάπου πρέπει να βλέπει τα ντιβιντί των Τζέιν Όστεν ταινιών που έχει στο κομοδίνο της εισόδου του. Άρα ύποπτος.

Οι υπόλοιποι αθώοι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.


3. Παρανοική αντίδραση.

Κάποιο βράδυ δεν τις άκουσε, είχε μείνει αργά να βλέπει πόκερ στην τηλεόραση και δεν κατάλαβε την απουσία τους παρά μόνο όταν είδε τύχαια τους δείκτες του ρολογιού την ώρα που ο Μπράνσον έπαιρνε έκατο χιλιάδες δολλάρια με ένα άψογο χέρι. Δεν υπήρξαν σειρήνες και τις περιμένει την επόμενη ημέρα σαν να περιμένει τον ταχυδρόμο. Οι λογαριασμοί στο χέρι και οι κακοί στην φυλακή. Που πήγε ο ένας και μοναδικός ίουίου ήχος, ο λόουν ρέιντζερ που κυνηγάει τους κακούς κάθε βράδυ, σβήνει φωτιές, σώζει ζωές; Ίσως όλα γίνουν πάλι φυσιολογικά. Και μόλις που συνήθισε να κοιμάται μόνο τρείς ώρες την μέρα και να κυκλοφορεί συνέχεια σαν ζαλισμένο ζόμπι. Αποκοιμιέται περιμένοντας.

Ξύπνα.

Σηκώνεται απότομα, σχεδόν χτυπάει το κεφάλι του στην κεφαλόταβλα του κρεβατιού. Τί ήταν αυτό; Δεν ήταν φωνή, ήταν... μια αίσθηση. Κίνδυνος. Κοιτάει το ρολόι, τεσσέρεις και πέντε. Η κύστη του τον πιέζει και καθώς ανακουφίζεται συνειδητοποιεί πως, όχι, δεν ήταν οι σειρήνες που τον σήκωναν τόσο καιρό. Ήταν αυτό που ένιωσε τόσο ξεκάθαρα τώρα. Με το σώμα του να εκμεταλλεύεται κάθε φόρα την κατάσταση για να παραγγείλει και ένα κατούρημα, (αφού σηκώθηκες που σηκώθηκες, άντε να κατουρήσεις κιόλας). Κοιμάται ανήσυχα τις δυο ωρες που του απομένουν, με μόνο μία, αναπόφευκτη, και καθόλου ανακουφιστική εξήγηση για ό,τι του συμβαίνει.

Μάλλον έχει αρχίσει να τα χάνει.


4. Φυσικός θάνατος.

Βλέπει το ασθενοφόρο απ'έξω, καθώς γυρίζει απο τη δουλειά, ένα τεράστιο όχημα παρκαρισμένο στην είσοδο, μαζί με ένα μικρό πλήθος ενοίκων. Δεν θέλει να τους πλησιάσει, δεν αισθάνεται ιδιαίτερα κοινωνικός απο τότε που έπαψε να κοιμάται καλά, αλλά τελικά το κάνει. Πέθανε η γρία απο το διπλανό του διαμέρισμα χθές το βράδυ, κλαψουρίζει η Μόιρα σκουπίζοντας τα μάτια της με ένα χαρτομάντηλο. “Συνέβη νωρίς, κατά τις τέσσερεις τα ξημερώματα”, λέει ο Ρέι. Ο Τζίμ, πάντα πραγματιστής, με τα χέρια στις τσέπες, συνοψίζει κυνικά, “φυσιολογικός θάνατος σίγουρα, τα'χε τα χρονάκια της”.

Ελπίζει να μην καταλαβαίνουν τίποτα, αλλά η καρδιά του τρέχει.

Ένας μεσήλικας με καλόβολο βλέμμα ακολουθεί το πτώμα στο ασθενοφόρο. Τον πλησιάζει και τον ρωτάει, όσο πιο ψύχραιμα μπορεί. Η απάντηση έρχεται αβίαστη, “απο την αυτοψία φαίνεται φυσιολογικός θάνατος, τα αποτελέσματα της νεκροτομής αυρίο”. Ποιός να φανταζόταν πως και οι ιατροδικαστές χρειάζονται επαγγελματικές κάρτες, αλλά νάτος που του δίνει την δικιά του. Γράφει Οδός Γκρούγκεν 44. “Μετά τις ώρες εργασίας, θα τα πούμε”.

Οπωσδήποτε. Ποιές οι πιθανότητες, να ξυπνήσει ακριβώς την ώρα που πέθαινε η γριά, να τον ξυπνήσει εκείνη η αίσθηση μέσα του, τοσο επιτακτική.

Κίνδυνος. Πρέπει να σημαίνει κάτι.


5. Ρυθμιστική ανωμαλία.

Οι σειρήνες δεν ήρθαν ούτε αυτό το βράδυ, αλλά κοιμάται όλο και λιγότερο και οι συνέπειες της κακουπνίας αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι κουρασμένος, αλλά νιώθει περίεργα, οι επαφές με τους συναδέλφους, του αφήνουν μια αίσθηση... Άλλη απο αυτή που έχει συνηθίσει. Σαν να μην μπορεί να εστιάσει στις φιγούρες τους, σαν να υπάρχει κάτι γύρω τους που του αποσπά την προσοχή. Δεν θέλει να το σκέφτεται. Φεύγει απο τη δουλειά τρέχοντας, βασίζεται στα ευρήματα του καλόβολου ανθρωπάκου, οτιδήποτε που θα του επιβεβαιώσει πως δεν είναι τρελός, πως κάτι άλλο είναι αυτό που του συμβαίνει.

Φτάνει στο μικρό κτίριο στο 44 της οδού Γκρούγκεν και ο γιατρός είναι απόλυτος. Η γρία πήγε απο φυσιολογικά αίτια, “ήταν και ενενήντα, τί να λέμε τώρα”. Δεν μπορεί να το δεχτεί έτσι απλά, “δεν υπάρχει τίποτα περίεργο, κάτι”; Τον βλέπει που ψάχνει τα χαρτιά του, “εε, ναί, λοιπόν, είναι φυσιολογικό παθολογικό εύρημα λόγω προχωρημένης ηλικίας, αλλά η επίφυση της, το κωνάριο είναι τελείως ασβεστοποιημένο. Άχρηστο”. Δεν σκέφτεται καθόλου το πόσο ηλίθιος πρέπει να ακούγεται και λέει απλά, “τί σημαίνει αυτό”; Ο γιατρός στρογγυλοκάθεται και τον κοιτάει. “Έχεις ακούσει ποτέ για τον κιρκαδιανό ρυθμό”; Δεν το ξέρει εκείνη τη στιγμή, αλλά θα ακολουθήσει η πιο τρομακτική διάλεξη που έχει ακούσει στη ζωή του, τη σκέφτεται μετά, καθώς περπατά στο δρόμο με το μυαλό του να πετάει και τα χέρια του να τρέμουν.

Τα σώματά μας, του είπε, ειναι έτσι φτιαγμένα, ώστε να ακολουθούν όλα τον ίδιο ρυθμό, το ρυθμό του φωτός και της θερμότητας. Το κωνάριο είναι ο απόλυτος ρυθμιστής της φυσιολογικής αυτής κατάστασης. Ένας κόσμος γεμάτος ανθρώπους που ξενυχτάνε, πίνουν, κάνουν έρωτα, ενώ τα σώματα τους κοιμούνται σαν τούβλα. Ξεκουράζονται. “Ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε, με το που πέφτει ο ήλιος υπνοβατούμε”. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά αυτός νιώθει να υπνοβατεί τώρα, καθώς περπατάει μακριά απο το γραφείο του γιατρού. Η γιαγιά, του είπε ο γιατρός, με κατεστραμμένη την επίφυση απο τα γηρατειά, δεν μπορούσε να ξεκουραστεί, γι'αυτό έπαιρνε όλα εκείνα τα χάπια. Χωρίς αυτά, θα ήταν καταδικασμένη να μένει συνέχεια ξύπνια. Θα πέθαινε απο εξάντληση, μέσα σε παραισθήσεις. Τρέλα.

“Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις που μπορεί να ξυπνήσεις ξαφνικά μέσα στο μαζικό ονείρεμα”, συνεχίζει η αφήγηση, τόσο ζωντανά στο μυαλό του, ο γιατρός να τινάζει τα χέρια του προς όλες τις κατευθύνσεις, “όταν κάτι μεγάλο συμβαίνει, γύρω σου, ή μέσα σου. Υπάρχουν ζώα που δραστηριοποιούνται απότομα, κατά τη διάρκεια χειμερίας νάρκης, για να προστατευθούν απο σεισμό που έρχεται. Και φυσικά υπάρχουν όγκοι στον εγκέφαλο που μπορεί να επισπεύσουν τη διαδικασία καταστροφής του κωναρίου, οπότε σταματά η φυσιολογική ρύθμιση του ύπνου”.

Και έρχεται ο θάνατος. Συνεχίζει να βαδίζει σαν μέσα σε ομίχλη, όλοι γύρω του τόσο κοντά, τους νιώθει, αλλά η σκέψη του είναι μίλια μακριά τους. Τα εργοστάσια χημικών μάλλον του δημιούργησαν, τελικά, ένα μικρό πρόβλημα.

Έναν ωραίο όγκο στο κεφάλι.


6. Ανθρώπινο αξιοπερίεργο.

Δεν φανταζόταν ποτέ πως θα ανησυχούσε για τη ζωή του τόσο νωρίς. Δεν καπνίζει, δεν πίνει, δεν ξενύχταγε πριν του συμβεί... ό,τι του σύνεβη. Δεν είναι δίκαιο.

Αγγίζει το ρούχο που του έδωσαν όταν τον εισήγαγαν, το ύφασμα ειναι τραχύ, πονάει τα δάχτυλα του.

Ατελείωτες εξετάσεις, μαγνητικές τομογραφίες, ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα, παρακολούθηση ύπνου. Όλες βγήκαν καθαρές και όπως του είπε ένας απο τους γιατρούς, “δεν υπάρχει κανένας βιολογικός λόγος να μην είσαι στο κρεβάτι και να ρίχνεις τους ύπνους τη ζωής σου”. Προφανώς δεν είναι σαν τη γριά, αλλά ξέρει πως δεν είναι καλά. Είναι αδύνατο να τους εξηγήσει τί είναι αυτό που ζεί καθημερινά, αν και θα άξιζε να το κάνει, μόνο και μόνο για να δεί τις φάτσες τους.

“Ναί, κοιμάμαι όλο και πιο λίγο”.
“Άκουγα κάτι σειρήνες πριν ξυπνήσω, αλλά τώρα ξυπνάω μόνος μου”.
“Όχι, δεν αισθάνομαι κουρασμένος πια, ίσα ίσα”.
“Απλά, δεν θέλω να βρεθώ κοντά με ανθρώπους. Και που είμαι εδώ μάζι σας, μου είναι δύσκολο”.
“Είναι... μια αίσθηση. Μια μαύριλα, μια θολούρα που σας περιβάλλει. Όλους σας”.
Και η ιδανική κατακλείδα, “μια θολούρα που μου μιλάει”.

Δεν τους λέει την αλήθεια, αλλά και πάλι δεν εκπλήσσεται όταν τον παραπέμπουν στον ψυχίατρο. Εκπλήσσεται μόνο απο την δική του άρνηση, απο την δύναμη που βρήκε να κλείσει την πόρτα της κλινικής πίσω του, να γυρίσει σπίτι, να αντέξει αυτά που βλέπει.

Ακόμα και αν δεν μπορεί να τα πιστέψει.


7. Επικοινωνιακή διαταραχή.

Μπαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας και ο Τζιμ γυρίζει να τον δεί, απλώνοντας το χέρι του, “έι, τί κάνεις, έχω καιρό να σε δώ”. Η μορφή του, ασύνδετη. Λεπτές φέτες σάρκας, κατατροπωμένες απο το μαύρο σύννεφο που τον περικυκλώνει και φαίνεται να εκτείνεται τουλάχιστον ένα μέτρο γύρω του. Το νέφος είναι μεγαλύτερο απο τον ίδιο, σκέφτεται γελώντας, όταν το ακούει. Κίνδυνος.

Η μαυρίλα μιλάει, μιλάει με τη φωνή του Τζίμ, είναι ο Τζίμ. Αλλά ίσως ούτε ο ίδιος ο Τζίμ να ξέρει τί είναι αυτό που του λέει. Με ενοχλεί η σιωπή της, με ενοχλεί και με ανακουφίζει ταυτόχρονα. Δεν αντέχω την φάτσα της να στέκεται κοιτώντας με σαν χάνος. Τόσο ηλίθιο βλέμμα. Δεν ξέρω αν θέλω να την σκοτώσω στο ξύλο ή να την πνίξω στα φιλιά. Τί να απαντήσεις σε αυτό; Μουρμουρίζει μια χαιρετούρα στο πράγμα απέναντι του που στέκεται με το χέρι ακόμα μετέωρο και χώνεται στο ασανσέρ γρήγορα, πριν τον προλάβει και το άλλο, συγκεχυμένο όν που μόλις μπήκε στο κτίριο. Μοιάζει με το Ρέι.

Δεν έπινε πριν, αλλά πίνει τώρα, ζαλίζοντας τις αισθήσεις του, σχεδόν αρκετά ωστέ να μην ακούει τις φωνές που ξαναρχίζουν απο το κάτω διαμέρισμα. Φαίνεται πως ο Τζίμ βρήκε την απάντηση στο δίλλημά του.

Βάζει την τηλεόραση στη διαπασών.


8. Άγνωστο είδος.

Υπήρξε άραγε, ή όχι, σε έκεινο το μπαρ, με τη φίγουρα του να μπαινοβγαίνει στο οπτικό του πεδίο, με πρόσωπο παστωμένο στο μέικ απ και μαύρα γυαλιά; Σαν να φτιασιδώθηκε για να μοιάζει ανθρώπινος, να κάθεται απεναντί του, πίνωντας μπύρα και να του εξηγεί; Δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Ξέρει μόνο πως τον ένιωσε πριν τον δεί, την κάθαρη αίσθηση που απέπνεε όλη του η ύπαρξη. Δεν υπήρχε μαυρίλα. Μόνο εμπιστοσύνη. Μπορούσε να τον ρωτήσει τα πάντα και το έκανε:

“Οι σειρήνες”;
“Υψίσυχνοι ρυθμικοί ήχοι. Αποτέλεσμα του συντονισμού του σώματος σου σε υψηλότερες συχνότητες. Πριν το πλήρες άνοιγμα του κωναρίου, τον μοναδικό τροπο με τον οποίο αυτό λειτουργεί μέσα σου τώρα. Τα χημικά μέσα σου σε άφησαν ξύπνιο... με περισσότερους απο έναν τρόπους”.

Πίνει μια τεράστια, αγχωμένη γουλιά απο το μπουκάλι του. “Η γρία”;
“Έτυχε να ξυπνήσεις όταν πέθαινε. Ή ίσως είσαι πιο 'ευαίσθητος' απ΄όσο νομίζουμε”. Ένα μίκρο χαμόγελο σχηματίζεται στα βαμμένα χείλη. “Κανείς δεν μπορεί να ζήσει για πάντα”.

Παρακολουθεί τον άγνωστο, η φιγούρα του μοιάζει όλο και πιο... περίεργη. Σαν τα μάτια του να συνηθίζουν να βλέπουν αυτό που το μυαλό του αρνείται να αντιμετωπίσει: Δεν είναι άνθρωπος.
“Και εγώ”;
“Έχεις ένα και μοναδικό πλεονέκτημα. Δεν μπορείς να πάψεις να υπάρχεις μέσα απο την ίδια διαδικασία που ισχύει για όσους χάνουν τον ύπνο τους. Αλλά μπορείς ακόμα να πεθάνεις”. Μοιάζει να τον κοιτά επίμονα κάτω απο τα γυαλιά του. “Αντίθετα με ό,τι πιστεύεις, η φύση αντιτίθεται στο καινούργιο, το δοκιμάζει σε όλες τις δυσκολίες. Θα νικήσει μόνο αν νικήσει. Πιο συχνά χάνει. Εδώ είσαστε, διακόσιες χιλιάδες χρόνια μετά και ακόμα περπατάτε με τα ίδια πόδια, αναπνέετε με τα ίδια πνευμόνια, σκεφτόσαστε με το ίδιο μυαλό. Εσύ σκέφτεσαι διαφορετικά, συνειδητοποιείς διαφορετικά. Τους ακούς. Με βλέπεις. Μια νέα, μεταφυσική πιθανότητα. Θα αντέξεις”; Συνεχίζει να τον κοιτά πίσω απο μαύρους φακούς, αλλά δεν φαίνεται να του απευθύνεται πια, καθώς σηκώνει απαλά το χέρι και ζητάει το λογαριασμό. Μιλάει στον εαυτό του. “Μακάρι, αλλά μάλλον όχι”.

Μια τελευταία απορία πριν αποχωριστούν, πριν γυρίσει στην ασφάλεια των μεταμεσονύχτιων εκπομπών της τηλεόρασης του, μακριά απο το πλήθος. “Και εσύ”;
“Έχω ήδη νικήσει”. Βγάζει επιτέλους τα γυαλιά και τον κοιτάει με αεικίνητα μάτια. Μαύρα απο άκρη σε άκρη.

“Αλλά έγω και εσύ δεν υπακούουμε στους ίδιους φυσικούς νόμους”.


9. Αναγκαστική συμβίωση.

Φανταστικοί ή πραγματικοί, δεν συνάντησε άλλους εξωγήινους απο τότε. Δεν βγαίνει έξω πια. Ακόμα και όταν παραιτήθηκε τελικά απο τη δουλειά του, το έκανε μέσω τηλεφώνου. Μόνο κάτι μεγάλο θα τον έκανε να βγεί απο την απομόνωση.

Αφήνει την τηλεόραση συνέχεια ανοιχτή, ανακουφιστική στη μονοτονία της, σε αντίθεση με την ασυναρτησία των πραγματικών ανθρώπων, την ανακολουθία ανάμεσα σε αυτά που του λένε και αυτά που του λέει το σύννεφο γύρω τους. Αποφεύγει τους πάντες και του το ανταποδίδουν. Τον τρομάζουν, αλλά φαίνεται πως, με κάποιο τρόπο, τους τρομάζει και αυτός.

Φωνές απο τον κάτω όροφο. Απο πάνω ο Ρέι ακούει κλασσική μουσική. Ολόκληρη η πολυκατοικία υπνοβατεί, ενώ αυτός παρακολουθεί για χιλιοστή φορά την ίδια μεταμεσονύχτια διαφήμιση της νέας σειράς τηγανιών. Η αίσθηση τον βρίσκει απότομα, οι ξένες σκέψεις διαχέονται, καταλαμβάνοντας και τον λιγοστό προσωπικό χώρο που του 'χει απομείνει.

“και για σας που σκέφτεστε ακόμα την προσφορά μας,”,
δεν θέλω να την σκοτώσω,

“προσφέρουμε άλλο ένα τηγάνι”,
γιατί να μην μπορώ να την κρατήσω λίγο ακόμη,

“στην τιμή του ενός”!
στο άδειο διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο. Τώρα που όλοι κοιμούνται.

Προσπαθεί να εντοπίσει την προέλευση της νοητικής γέφυρας, έρχεται απο πάνω, απο κάτω..; Σίγουρα όχι απο έξω, κάποιος μέσα στην πολυκατοικία, αλλά ποιός; Είναι αδύνατον να καταλάβει.
Ίσως ο Τζίμ. Ίσως αυτή τη φορά να ξεπέρασε τα όρια, αλλά είναι δύσκολο να τον φανταστεί να σκέφτεται, πόσο μάλλον να κάνει, κάτι τέτοιο. Δεν είναι σίγουρος και η ώρα περνάει. Χριστέ μου, κάποιος μπορεί να πεθάνει δίπλα του. Ξανά.

Αρπάζει ενα μαχαίρι απο την κουζίνα του και βγαίνει σιγά σιγά προς τον διάδρομο. Μόνο κάτι μεγάλο θα τον έκανε να βγεί απο την απομόνωση. Και κάτι μεγάλο μόλις το έκανε.

10. Φυσιολογική παρέκκλιση.

Ακούει πνιχτά αναφυλλητά με το που μπαίνει απο την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος. Δυό άνθρωποι είναι μέσα, βλέπει τις μπλεγμένες φιγούρες στο σαλόνι και σταματά μόλις δυό βήματα μακριά τους. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει πρόσωπα, το νέφος που περιβάλλει τη μια σιλουέτα καλύπτει πλήρως και τις δυό τους. Γεμίζει το δωμάτιο. Νιώθει το χέρι του βαθιά στην τσέπη, τυλιγμένο γύρω απο το κουζινομάχαιρο. Δεν ξέρει γιατί το πήρε, δεν θέλει να σκοτώσει κανέναν.

Κάποιο κομμάτι του ανθρώπινου συμπλέγματος γυρίζει. Το φεγγάρι, μέσα απο το ανοιχτό παράθυρο πίσω του, τονίζει τα ελάχιστα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά ενός προσώπου.

Είναι ο Ρέι. Ο Ρέι με τις ρομαντικές ταινίες και την κλασσική μουσική, ο Ρέι ο ήσυχος, που τώρα κρατάει με το ένα χέρι ένα κοριτσάκι απο τις μπούκλες της, τόσο σφιχτά που μοιάζουν ξανθά τεντωμένα σχοινιά. Το άλλο του χέρι, χαμένο κάπου πίσω απο την πλάτη του, μέσα σε σκούρα άχλη. Κίνδυνος.

“Ρέι, τί κάνεις”;
Τον κοιταει με ορθανοιχτα ματια. “Πως... πως βρεθηκες εδω”;
Πόσο καιρό; Δεν μπορεί να μην το σκέφτεται. Πόσο καιρό ο Ρέι φέρνει κορίτσια εδώ, πόσα έχουν πεθάνει δίπλα του, όσο αυτός κοιμόταν; Ενώ όλοι τους κοιμόντουσαν.
Πολύ καιρό. Απο πάντοτε. Κοιμήσου.
Το νέφος του μιλάει και πάλι, αλλά πρέπει να συγκεντρωθεί σε αυτό που ήρθε εδώ να κάνει. Το παιδί αρχίζει να σιγοκλαίει, η πλαστική ταινία γύρω απο το στόμα της καλύπτει τους λυγμούς.
“Ρέι, άφησε το κορίτσι”.
Είναι κι άλλος μαζί σου”; Κοιμήσου.
“Είμαι μόνος, κανείς δεν ξέρει. Απλά, άσ'την να φύγει”.
Λες ψέματα”. Κοιμήσου.
Πρέπει να μείνει συγκεντρωμένος. “Στο υπόσχομαι, Ρέι, στο ορκίζομαι”.
Δεν υπάρχει Ρέι πια, μόνο το μαύρο σύννεφο που προδίδει τα σχέδια του.

Πέθανε.

Στρίβει ακριβώς την στιγμή που το μαχαίρι στο κρυμμένο χέρι του Ρέι πετάγεται προς το μέρος του. Τον πιάνει στον δεξί ώμο, αλλά όχι πρότου προλάβει να ανταποδώσει με το πιο ευθυτενές χτύπημα που μπορεί να πετύχει. Και πρέπει να τον πέτυχε κάπου, γιατί τώρα είναι στο έδαφος σφαδάζοντας, ξεχωριστό κομμάτι απο το κορίτσι, που μένει όρθιο να τους κοιτάει άφωνα.
Τρέχει στο μέρος της όσο πιο γρήγορα μπορεί. “Είσαι καλά, μήπως σε χτύπησα”;
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και φεύγει τρέχοντας με το που την λύνει.
“Έι, περίμενε, πού πας”; Είναι αργά, έχει ήδη κατέβει τις σκάλες προς την εξώπορτα.
Γυρνάει προς το μέρος που έπεσε ο Ρέι, το σώμα του σωριασμένο και επιτέλους, ξεκάθαρο.

Νεκρό. Μόλις σκότωσε κάποιον.

Άραγε αυτός να είναι ο σκοπός του, να πολεμάει το έγκλημα; Να γίνει αυτός ο λόουν ρέιντζερ, η σειρήνα που κυνηγάει και εξοντώνει τους κακούς; Είναι δύσκολο να φανταστεί να κάνει το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ. Δεν προλαβαίνει να συμβιβάσει αυτές τις σκέψεις με το πώς θα εξηγήσει το τωρινό φόνο στους υπόλοιπους, όταν τους νιώθει να έρχονται απο το διάδρομο.

εκεί μέσα είναι”, τον ακουω,
τρέξτε”, να τον πιάσουμε

Καταλαβαίνει γρήγορα πως δεν μιλάνε για το πτώμα στο πλάι του.


11. Κυριαρχική συμπεριφορά.

Παρατηρεί καλύτερα το χώρο γύρω του. Τη σαθρή, ξύλινη πόρτα ανάμεσα σε αυτόν και το πλήθος. Δεν θα μείνει ασφαλής για πολύ. Γιατί να μην τις φτιάχνουν απο σίδερο;

Δεν σταμάτησαν πάνω απο το πτώμα στο χώλ, ούτε για μια στιγμή. Άλλος είναι ο στόχος τους.

Ποιοί είναι; Νομίζει πως τους νιώθει όλους τους εκεί έξω. Ο Τζίμ, η γυναίκα του, ο Ντέιβιντ... Είναι κλειδωμένος στην τουαλέτα και οι περιπλεκόμενες αύρες μιας ολόκληρης πολυκατοικίας τον εγκλωβίζουν μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά. Τους ακούει, αυτά που λένε και αυτά που δεν τολμούν να ξεστομίσουν, “πρέπει να ανοίξουμε”, δεν θα μας κοιτάει περίεργα πια, “σπρώξτε πιο δυνατά” δεν θα μας βλέπει, “άλλη μια φορά”, δεν θα ξεφύγει. Παλεύουν για τη ζωή τους, και γι΄αυτό συνειδητοποιεί με κάποια έκπληξη, πως, όχι. Δεν θα επιβιώσει τελικά.

Πόσο καιρό να σκεφτόντουσαν να τον σκοτώσουν, χωρίς να το συνειδητοποιουν; Κάθε φορά που κρυβόταν στους διαδρόμους, κολλώντας την πλάτη του στον τοίχο για να τους αποφύγει, κάθε φορά που έκλεινε ενστικτωδώς τα αυτιά του. Όταν ο Ντέιβιντ του 'μίλαγε' για το εξώγαμο που έχει στη διπλανή πόλη, όταν η Μόιρα ανέλυε με συναρπαστική λεπτομέρεια το πώς βρωμίζει καθημερινά τα ρουχα της γειτονισσας.

Η πόρτα ανοίγει και είναι πράγματι όλοι εκεί. Ακόμα και τα παιδιά. Δεν τους βλέπει, αλλά τους νιώθει πίσω απο το νέφος, την ασυγκράτητη συλλογική τους βούληση. Μια άμορφη μάζα απο υπνοβατούντα σαρκοφάγα, έτοιμα να αφανίσουν αυτό που βλέπουν σαν απειλή.

Δεν καταλαβαίνει τί τον κόβει πρώτα, βλέπει μόνο το αίμα του να πετάγεται.


12. Βιολογικό αναπόφευκτο.

Μετά, λένε πως δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν.

Τα πρόσωπα τους, αλλοιωμένα απο ιδρώτα και κλάμα. Την έξαψη του κυνηγητού. Αίμα να τρέχει απο τα νύχια και τα δόντια τους.

Οι αστυνομικοί να προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο του λουτρού αίματος στο δεύτερο όροφο.

“Τα παιδιά μας, το κάναμε για τα παιδιά μας”, τους λένε.

“Δεν κοιμόταν καθόλου, δεν δούλευε”,
“τον ακούγαμε κάθε βράδυ με την τηλεόραση στη διαπασών”.
“Ο κακόμοιρος ο Ρέι, ξαπλωμένος εκεί, μέσα στο αίμα του”.

“Ήταν επικίνδυνος, κινιόταν ανάμεσα μας σαν φάντασμα”,
“επρεπε να το είχαμε καταλάβει νωρίτερα”.

“Ήταν μια αίσθηση που απέπνεε”.

“Σαν προειδοποίηση”.


Κίνδυνος.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου