Still

Still

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Πρόδρομα φαινόμενα



Στο μέλλον υπάρχουν αχανή πλατώματα. Δρόμοι που απλώνονται για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, πλάτια, μαύρα, αφύσικα ευθυτενή σκουλήκια χωρίς αρχή και τέλος.

Αλλά όχι μέσα στην Πόλη.

Μέσα υπάρχει η χειρότερη κυκλοφοριακή κίνηση απο τον εικοστό πρώτο αιώνα, δρόμοι που διακόπτονται κάθε διακόσια μέτρα για να συναντήσουν άλλους δρόμους, παράδρομους, διασταύρωσεις, διαβάσεις, φανάρια, γέφυρες. Τα αυτοκίνητα κινούνται παρολαυτά σχετικά γρήγορα. Το μυστικό είναι ο σωστός προγραμματισμός, μια προσύνδεση των πάντων στο δρόμο σου. Προνόηση. Όλοι πηγαίνουν με πλήρη κατανόηση του που είναι, τι θα συναντήσουν, που θα καταλήξουν. Η λογική είναι απλή, αν δεν υπάρχουν εκπλήξεις, δεν υπάρχουν δυσάρεστες καταλήξεις. Φυσικά οι πεζοί απαγορεύονται στις λωρίδες κυκλοφορίας.

Υπάρχει, ευτυχώς, βοήθεια. Όλοι οι οδηγοί είναι καταγεγραμμένοι σε computer που ελεγχούν την κυκλοφορία και μεταδιδούν πλήρη ενημέρωση βάσει του προσχεδιασμού προσωπικού δρομολογίου του καθενός. Σε τέτοιο βαθμό επιθυμείται η έλλειψη εκπλήξεων που πολλοί ήταν εκείνοι που παραπονέθηκαν για τις διαφημίσεις στον δρόμο, το μόνο πράγμα που το computer δεν μπορούσε να προβλέψει αφού αλλάζουν μέρα με τη μέρα. Μόνο μετά το τρίτο ατύχημα εξαιτίας του τεράστιου billboard των εσωρούχων Ε Υ Α (υπόθεση Τζοουνς εναντίον Ε Υ Α corp), που κατέληξε σε συμβιβασμό, οι εταιρίες συμφώνησαν και συστήθηκε ειδική μονάδα ελέγχου. Συγκεντρώνει πληροφορίες για τις διαφημίσεις που θα βρεθούν κάθε μέρα στα δρομολόγια, ενσωματώνοντας τες στο προυπολογιστικό σύστημα ώστε να ειδοποιούνται οι αυτοκινητιστές.

Ακόμα και έτσι, το σύστημα δεν είναι τέλειο.

Ένα πρόβλημα είναι η αδυναμία προνόησης των καιρικών συνθηκών. Αλλά αυτό έχει αρχίσει να βελτιώνεται απο τότε που εφευρέθηκαν τα τεράστια ιπτάμενα ρομποτοειδή που καλύπτουν τους δρόμους της πόλης όταν βρέχει. Είναι χιλιάδες και αποκλείουν απο ψηλά, αιωρούμενα, ανοιγοκλείνοντας τα φύλλα τους σαν διπλή βεντάλια - μια ιδέα που ήρθε στους υπαλλήλους της ΤΙΚΙΑ corp παρακολουθώντας την αποτελεσματικότητα της φυσικής κάλυψης των φτερών της κατσαρίδας.




Το άλλο πρόβλημα είναι ο θάνατος.


Ημέρα πρώτη

Αν δεν είχε καλά αντανακλαστικά (και προφανώς έχει, παρότι δεν τα εξασκεί συχνά) μπορεί να ήταν και αυτός νεκρός.

Tρέxει με το μέγιστο επιτρεπτό όριο επι της central δύο όταν στην εικοστή τέταρτη διασταύρωση ένα μινιβάν περνάει το στοπ για να καταλήξει στη μέση του δρόμου, ακινητοποιημένο. Δεν έχει ξανακούσει τα φρένα του να στριγγλίζουν έτσι, κάνουν ένα διαπεραστικό σκριιιιτς καθώς η απόσταση με το σταματημένο αμάξι μικραίνει και μικραίνει, καθώς προλαβαίνει να στρίψει ελάχιστα προς τα δεξιά, για να συνεχίσει τελικά ευθεία. Ενώ απομακρύνεται βλέπει απο τον καθρέφτη την συνοδηγό να βγαίνει απο το αμάξι κλαίγοντας, κουνώντας χέρια και κεφάλι σαν μαριονέτα. Ο οδηγός είναι πεσμένος στο τιμόνι αντικρίζoντας τον με τα μάτια ανοιχτά, χαμογελώντας. Δεν κουνιέται.

/ποιός είναι ο πρωθυπουργός/
/σε πόση ώρα θα φτάσει το ασθενοφόρο/
/ξέρω κάποιον που να δουλεύει στα επείγοντα;/
/πόσο να πονάει μια καρδιακή προσβολή/ή ένα εγκεφαλικό/

Αλλά είναι πολύ αργά. Οι φιγούρες τους στον καθρέφτη όλο και μικραίνουν. Η σύνδεση αποτυγχάνει.


Φτάνει στη εταιρία χωρίς άλλα απρόοπτα και κατευθύνεται προς τον ανελκυστήρα. Στο κτίριο του, όπως και στα περισσότερα υπάρχει υπολογιστής που βοηθά να προσανατολιστείς στα άπειρα τμήματα και υποτμήματα, αλλά η πορεία είναι γενικά ευκολότερη απ’ότι έξω στο δρόμο.

Συνήθως πρέπει να δημιουργείς, να χτίζεις μια νοητική γέφυρα επικοινωνίας, κομμάτι το κομμάτι, κάθε φορά που μιλάς σε κάποιον. Εκτός αν είσαι επαγγελματίας μυθοπλάστης, θεωρείται πολύ αναρμόζων να πλησιάζεις κάποιον χωρίς να έχεις κάνει την απαραίτητη προετοιμασία. Στη δουλειά είναι εύκολο να βρείς τις απαραίτητες συνδέσεις. Η κάθε φράση που ανταλάσσεται ξεκινά με ένα “πώς πάει το σχέδιο”. Το σχέδιο είναι διαφορετικό κάθε φορά αλλά όλοι ξέρουν για τι μιλούν. Μπορεί οι γέφυρες επικοινωνίας να γίνονται όλο και πιο δύσκολες όσο η πόλη μεγαλώνει και εξελίσσεται, όσο οι πορείες του καθενός εξειδικεύονται και απομονώνονται, αλλά τουλαχιστόν οι κοινοί στόχοι των εργαζομένων κάνουν την επικοινωνία μεταξύ τους πολύ πιο εύκολη.

Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί αυτός έχει δυσκολία ακόμη και στο να χαιρετήσει την Ελίζα απο τη ρεσεψιόν. Τρέχει να στριμωχτεί στον ανελκυστήρα και έτσι γλιτώνει την παράλογη στομαχική δυσφορία που τον πιάνει κάθε φορά που βρίσκεται κοντά της.

Μόλις κάθισε και
“πώς πάει το σχέδιο”; είναι ο Πιτ απο το πλαινό cubicle.
“καλά”
“έτσι νομίζω και εγώ, θα είναι επιτυχία”
“φυσικά”
“ελπίζω να είναι για να μη γίνουν περικοπές”
“σωστά”

ο άλλος συνεχίζει
/σεισμός στην Πορτογαλία/ έκλειψη/ το νέο γκάτζετ/ η ομιλία του δημάρχου/
Γνέφει, ενώ τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων παραθέτονται ένα προς ένα - για πρώτη φορά έχει άλλα πράγματα στο κεφάλι του.

Μόλις μένει μόνος τσεκάρει την κάρτα κοινωνικής ασφάλισης και παίρνει το τηλέφωνο του αναγραφόμενου νοσοκομείου. Όλοι οι πολίτες έχουν στην κάρτα τους τα στοιχεία του πλησιέστερου κέντρου περίθαλψης, το οποίο αλλάζει βάσει του προσωπικού στίγματος τους. Κανείς αυτοκινητιστής δεν διακομίσθηκε στο Σαιντ ‘Αντριους σημέρα. Το ατύχημα δεν έγινε μακριά απο εδώ, που μπορεί να τον πήγαν; ‘Ισως η οικογένεια του διάλεξε άλλο νοσοκομείο, ή ίσως δεν είχε υπογράψει τη σύμβαση δωρεάς οργάνων όπως αυτός και κατέληξε κατευθείαν στο νεκρότομειο. Προφανώς το πτώμα του ακολούθησε άλλη πορεία απο αυτή που θα ακολουθούσε το δικό του στην ίδια θέση. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές πορείες. ‘Ετσι είναι η ζωή.

Αποφασίζει να μην ασχοληθεί άλλο. Μετά οχτώ ώρες χτυπά την κάρτα του και αναχωρεί.


Ημέρα δεύτερη

Το πρωί τσεκάρεται στον αναλυτή βιομετρικών ενδείξεων - το φωτάκι ανάβει πράσινο - ευτυχώς γιατι δεν θέλει να κάτσει μέσα σήμερα. Τις τελευταιές ώρες άλλοι τέσσερεις οδηγοί πέθαναν καθώς οδηγούσαν, όλοι χωρίς καμιά εμφανή σχέση μεταξυ τους. Προληπτικά οι άρχες απαγόρευσαν την έξοδο απο το σπίτι σε όσους δεν έχουν άρτιες ενδείξεις βιολογικών λειτουργιών. Πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα μολυσματικής ασθένειας, αν και όπως όλα δείχνουν, όσοι πέθαναν ήταν υγιείς μέχρι να φύγουν, εκεί στη μέση του δρόμου, όλοι με το ίδιο γαλήνιο ύφος.

Όπως διαπιστώνει σύντομα, η κυκλοφορία στους δρόμους είναι αμείωτη.Τα αυτοκίνητα κινούνται σχηματίζοντας πολύχρωμες γραμμές, ενώ μαύρα σύννεφα αναχωρούν προς το κέντρο. Οι ρομποτοκατσαρίδες μεταναστεύουν γρήγορα πίσω τους - μάλλον θα βρέξει.

Στην δουλειά τον πλησιάζει όπως πάντα ο Πιτ, αλλά η πρώτη του κουβέντα για μια φορά δεν αφορά το σχέδιο. Οι συνομιλίες τους συνήθως είναι μια στεγνή παράθεση ειδήσεων, μια αναγνώριση του τί έχει συμβεί στον κόσμο τις τελευταίες εικόσι τέσσερεις ώρες, με την ανάλυση να σταματά εκεί. Δεν έχουν *συζητήσει* ποτέ τα νέα, αλλά τώρα προφανώς κάτι έχει αλλάξει αφού ο Πιτ ρωτάει τη γνώμη του για τους θανάτους. Και δεν είναι μόνος που συνδέεται διαφορετικά σήμερα, όλο το γραφείο θέλει να μιλήσει για το ίδιο πράγμα. Είναι σαν να δημιουργήθηκε αυθημερόν ένας νέος, κοινά αποδεκτός διαύλος επικοινωνίας που επιτρέπει στην κουτσομπολίστικη φυσική προδιάθεση τους να κυριαρχήσει.

Είχε καιρό να συμβεί κάτι τόσο συναρπαστικό στην Πόλη.

Κατεβαίνοντας μετά το τέλος της δουλειάς κοιτάει προς την ρεσεψιόν. Δεν είναι κανείς, ή μάλλον όχι, μια κόκκινη αλογοουρά πετάει πέρα δόθε πίσω απο τον πάγκο. Είναι η Ελίζα και φαίνεται απασχολημένη συζητώντας εμφατικά με την κοπέλλα δίπλα της. Κάτι σχετικό με τους θανάτους σίγουρα.

Είναι εύκολο να την αποφύγει άλλη μια φορά φεύγοντας.


Ημέρα τρίτη

Οι νεκροί αυξάνονται.

Παρά την πληθώρα νέων στην τηλεόραση και τη δουλειά, η αλήθεια είναι πως κανείς ακόμα δεν ξέρει τι είναι αυτό που συμβαίνει. Είναι υγιέστατοι, απλά πεθαίνουν και πεθαίνουν μόνο στο δρόμο.

Αν υπάρχει πανικός στην πόλη και έτσι λένε οι ειδήσεις, ο Τσιπ δεν τον έχει νιώσει. Πέρα απο το κουτσομπολιό στη δουλειά τα πάντα κυλούν όπως πάντα στη ζωή του. Ίσως πιο βαρετά απο ποτέ. Δεν νιώθει την ανάγκη να πιθανολογήσει όπως όλοι οι άλλοι, δεν συμμερίζεται το γαργαλιστικό συναίσθημα που φαίνεται να έχει συνεπάρει όλη την Πόλη καθώς προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο. Οι θεωρίες είναι άπειρες, απο τη φυσική επιλογή, “ήταν αδύναμοι”, εως την πιθανότητα μετάβασης τους σε καλύτερο επιίπεδο ύπαρξης, “βρήκαν τον παράδεισο”. Κάποιοι μιλάνε για ψυχοσωματική αντίδραση, “θέλουν να πεθάνουν”, άλλοι για ιδεοληπτική απραξία, “την απώλεια της ικανότητας να οργανώνεις και να εκτελείς γνωστές πράξεις”.

Όλες τους τον αφήνουν αδιάφορο.

Τουλάχιστον δεν θέλει να βγει στους δρόμους και να προκαλέσει δυστυχήματα μιμούμενος καρδιακή προσβολή όπως τόσοι και τόσοι τελευταία. Το φαινόμενο της μίμησης των ανεξιχνίαστων θάνατων πήρε γρήγορα τέτοιες διαστάσεις που οι κρατικές δυνάμεις ξεκινήσαν να επιβαλλούν τσουχτερά πρόστιμα σε όσους προκαλούν ατυχήματα χωρίς να πεθαίνουν τελικά. Τα καθημερινά δρομολόγια διακόπτονται απο προειδοποιήσεις στους φωτεινούς σηματοδότες, θάνατος μπροστά, ή πιθανός θάνατος μπροστά, χωρίς ποτέ να ξέρεις αν κάποιος πέθανε πραγματικά ή αν κάποιος έριξε το αμάξι του στο διάζωμα για λίγη δημοσιότητα.

Πια, δεν έχεις να ανησυχείς μόνο για τις δικές σου βιομετρικές ενδείξεις, αλλά και για την τυχαία τρέλλα κάποιου που μπορεί να σε κάνει τον επόμενο στη λίστα των θυμάτων.


Ημέρα τετάρτη

Δεν καταλαβαίνει πώς συνέβη όταν συμβαίνει τελικά.

Είναι στο δρόμο για τη δουλειά όπως κάθε πρωί, όταν η πολύχρωμη διάθλαση στα μεταλλικά φτερά που ίπτανται, φτάνει στα μάτια του.
/στροφή στην πέμπτη πάροδο σε ένα χιλιόμετρο/

Είναι πανέμορφα, πως δεν το είχε προσέξει πότε πριν;
/φανάρι, η πάροδος σε οχτακόσια μέτρα/

Ο οδηγός στη διπλανή λωρίδα σηκώνει το χέρι πάνω-κάτω, ρυθμικά, σε απόλυτη αρμονία με τις ντελικάτες κινήσεις που κάνει το μυγάκι μπροστά στα μάτια του.
/γέφυρα σε διακόσια μέτρα, η πάροδος σε εξακόσια/

Ακούει τον ρυθμό των χτύπων της καρδιάς του μπαπ μπαπ μπαπ μπαπ. Οι δροσοσταλίδες στο τζάμι αστράφτουν σαν μικροί, απόκοσμοι καθρέφτες.
/στροφή στη τετάρτη, όχι, στην πέμπτη πάροδο/

Όλα είναι σαν τα βλέπει για πρώτη φορά. Οι χτύποι της καρδιάς του ηρεμούν μπαπ μπαπ μπαπ
/ποιά πάροδος είναι η επόμενη, δεν έχει σημασία/

Όλα είναι όπως πρέπει να είναι μπαπ μπαπ
/ή μήπως/

μπαπ
Ελίζα.

Η σκέψη τον ξυπνάει διαπερνώντας το σώμα του σαν ηλεκτρική εκκένωση. Κάνει αναστροφή στην επόμενη έξοδο καθώς μια απίστευτη έκρηξη αδρεναλίνης τον κατακλύζει. Η καρδιά του τρέχει, οι σκέψεις του πετάνε, ανερμάτιστες, συγκλίνωντας σε νέες ανεξερεύνητες κατευθύνσεις

Αυτοί που πεθαίνουν δεν φαίνεται να φοβούνται, πεθαίνουν γελώντας. Τί γίνεται όταν πεθαίνεις, τί συνδέσεις να κάνεις όταν πεθαίνεις; Τις χρειάζεσαι; Θάνατοι, ομιλίες, καταστροφές, όλα περνάνε, αγγίζουν μόνο επιδερμικά, που είναι η αντίδραση, η αμφιβολία, το απρόοπτο; Τα πάντα φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο.

Νομίζει πως καταλαβαίνει τώρα τη μονοτονία που οδηγεί την καρδιά να σταματήσει, τον κόσμο ολόκληρο να τελειώσει.

Ο Πιτ τον προσεγγίζει μόλις φτάνει στην είσοδο, κάτι του λέει και πάλι, θα ήθελε να απαντήσει, νιώθει πως έχει εκατομμύρια πράγματα να μοιράστει, αλλά αυτό που ξεστομίζει χωρίς να πάρει ανάσα είναι “ο πρωθυπουργός κατακρεμνίστηκε με εκατοντάδες νεκρούς καθώς προετοιμαζόμαστε για την μεγαλύτερη ηλιακή έκλειψη της χιλιετίας”. Ο άλλος τον κοιτάει αποσβολωμένος. Δεν έχει χρόνο τώρα, θα του εξηγήσει μετά, πρέπει να δει την Ελίζα, να της μιλήσει επιτέλους.

Μπαίνει στο κτίριο τρέχοντας και ναί, είναι στη θέση της
/ποιός είναι ο πρωθυπουργός/
/σεισμοί στην Χιλή/
/καταστροφές στην Ισπανία/

Πώς θα καταφέρει να πει αυτό που θέλει

Φοράει μια ροζ μπλούζα καθώς κοιτάει τα χαρτιά της
/ροζ/
/χρώμα/
/ουράνιο τόξο/

δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο

πλησιάζει και λέει απλά

γειά

του χαμογελάει και ο κόσμος όλος μοιάζει να σκάει σε μια έκρηξη ευτυχίας.


Τελευταίες ημέρες

‘Οταν μετά κάμποσο καιρό βγαίνει η πρώτη επίσημη ανακοίνωση, μιλάει για πιθανό ιό που επηρεάζει τους νευρομεταβιβαστές, προκαλώντας αρχικά αποκλεισμό της φυσιολογικής λειτουργίας τους και τελικά πλήρη καταστροφή. Οι ασκοί ανοίγουν απελευθερώνοντας τις εγκλωβισμένες δόσεις σεροτονίνης και αδρεναλίνης δίνοντας ένα τελευταίο rush, μια τελευταία στιγμή ξέφρενης ευδαιμονίας, πριν το θάνατο. “Πιθανά πρόδρομα σημεία”, συνεχίζει η ανακοίνωση, “η απομάκρυνση απο τον κοινωνικό περίγυρο, η έλλειψη επιθυμίας συμμετοχής σε συζητήσεις, η κατάθλιψη”. Σύντομα, αυτό που ονομάστηκε τελικά, παρά τον ένα θάνατο σε χώρο εργασίας, “φαινόμενο αιφνίδιου αυτοκινητιστικού θανάτου”, έχει ξεχαστεί.


Οι πληροφορίες απο τα γεωδυναμικά ινστιτούτα σε όλο τον κόσμο μιλάνε για επικείμενους απανωτούς σεισμούς που θα ακολουθήσουν την έκλειψη και μπορεί να πλήξουν την πόλη. Η νέα αναβάθμιση των ρομποτοκατσαρίδων περιλαμβάνει τη δυνατότητα μετακίνησης αμαξιών απο το δρόμο, για να διασώζονται πιθανοί αποκλεισμένοι μετά απο μαζική καταστροφή - μια ιδέα που ήρθε στους εργαζομένους της ΤΙΚΙΑ corp παρακολουθώντας πώς ο αμερικάνικος αετός σηκώνει χελώνες απο το έδαφος πριν τις ρίξει, ραγίζοντας το σκληρό, μη βρώσιμο τμήμα τους.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ο άνθρωπος με τους κόσμους



Λοιπόν, τώρα θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα είναι αυτή. Το ξέρει γιατί το θέλει. Την θέλει. Όχι αρκετά για να μείνει εδώ για πάντα, αλλά για τώρα, για αυτή τη νύχτα... ναί. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει, αντί γι’αυτό ακούει το κουδούνι της εξώπορτας. Ακόμη καλύτερα. Κατεβαίνει την τεράστια σκάλα της βίλλας του (σε πόσες έχει ζήσει, έχει χάσει το λογαριασμό) και της ανοίγει την πόρτα. Απλώνει τα πόδια της στον καναπέ και το μυαλό του τρέχει.

Όσο και αν δεν θέλει να το ομολογήσει είναι άλλη μια συνηθισμένη, τέλεια νύχτα στη ζωή του.

Τα πράγματα γύρω του αρχίζουν να θολώνουν. Η διαδικασία ξεκίνησε. Δεν προλαβαίνει να πει γειά (αντίο; τα λέμε;) και ειναι ήδη αλλού. Που; Έχει βαρεθεί την πολυτελή ζωή άρα μάλλον είναι, όχι ακριβώς φτωχός -το δοκίμασε και δεν του πήγαινε- αλλά... μετρίων εισοδημάτων. Ανοίγει τα μάτια και ένα λιτό αλλά λειτουργικότατο δωμάτιο τον καλωσορίζει. Όπως το φαντάστηκε. Και απο δουλειά; Έχει καιρό να δουλέψει, θα ήθελε να ασχοληθεί και πάλι με κάτι. Ίσως δημοσιογραφία, ωραίο ακούγεται όπως φανταζόταν πάντα τη ζωή ενός πολυάσχολου ρεπόρτερ. Η ταυτότητα του επιβεβαιώνει όπως πάντα τις επιθυμίες του. Φευγαλέα θυμάται την κοπέλλα, μακάρι να ήταν μαζί του τώρα, αλλά ξέρει πως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Είναι μοναδικός. Άλλωστε αν το ήθελε πραγματικά, θα ήταν εδώ ήδη, έτσι δεν είναι; Με ένα πλατύ χαμόγελο κατεβαίνει τις σκάλες, παίρνει την αλληλογραφία του απο εκει που θα ήθελε να είναι και βγαίνει απο το σπίτι.

Ο έρωτας ποτέ δεν λειτουργεί. Προσπάθησε να ερωτευτεί πολύ πολύ δυνατά, δυό τρείς φορές πλησίασε το συναίσθημα της απόλυτης ολοκλήρωσης, αυτό που νόμιζε πως θα τον έκανε να σταματήσει, αλλά κάτι δεν πήγε καλά. Οι κοπέλες ήταν όσο κοντά στο τέλειο θα μπορούσε να φανταστεί, αλλά η επιθυμία δεν τον κυρίευσε.

*

Η ζωή του δημοσιογράφου δεν είναι όπως τη φαντάστηκε άλλα αρχίζει να της μοιάζει όταν κλείνει την πρώτη αποκλειστικότητα με τον κατα συρροή δολοφόνο που βασάνιζε τόσο καιρό την πόλη. Δεν ήταν δύσκολο, δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να το πετύχει, όλος ο κόσμος ήθελε να συναντήσει το δολοφόνο και αυτός δεν ήταν καμιά εξαίρεση. Αυτή η συνεντεύξη ξέρει, είναι το απόλυτο εισιτήριο του για δόξα και φήμη.

Ο δολοφόνος πάσχει απο σχιζοειδή διάσπαση προσωπικότητας. Η αστυνομία τον προειδοποιήσε να μην δώσει έμφαση στις ασυναρτησίες του, υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία ενοχής, την οποία άλλωστε δεν αρνείται. Πολλοί σχιζοφρενείς νιώθουν την ανάγκη να μοιραστούν την τρέλα τους έχοντας πλήρη επίγνωση του τί είναι καλό και τί κακό. Το ξέρει γιατί το διάβασε στον άτλαντα ψυχολογίας που αγόρασε. Η συνέντευξη αυτή πρέπει να είναι τέλεια.

Ανοίγει το ραδιοφωνάκι και ο άλλος είναι χείμαρρος.

Του λέει πως δεν είναι τρελός. Αναμενόμενο.

Του λέει πως δεν τον νοιάζει αν δεν τον πιστεύει. Όχι τόσο αναμενόμενο.

Τι; Ναί, φυσικά σκότωσε όλες εκείνες τις γυναίκες αλλά εδώ μιλάμε για κάτι άλλο. Είναι ιδιαίτερος, μοναδικός, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να γίνει ό,τι θέλει, ακόμη και πουλί και να πετάξει απο εκεί μέσα. Αρκεί μόνο να το θελήσει πάρα πάρα πολύ.

Κλείνει αργά το ραδιοφωνάκι αλλά ο άλλος δεν το προσέχει.

Πέτυχα κάτι ακόμα σημαντικότερο”, του λέει, “τελειοποίησα την τεχνική της μεταφοράς ανάλογα με την επιθυμία, δεν είναι απλά σπασμωδική μεταφορά του είναι μου ανάλογα με το κάθε ηλίθιο πόθο σώματος και ψυχής”(ξέρει ακριβώς τι εννοεί, μια φορά ήθελε τόσο πολύ να πάει στο μπάνιο που σχεδόν διακτινίστηκε απο τη μέση του δρόμου μέσα σε μια τεράστια αλαβάστρινη τουαλέτα), “τώρα είναι μόνο η βαθιά επιθυμία που με οδηγεί”. Είναι αλήθεια, θα μπορούσε, αλλά δεν θέλει να φύγει, θέλει να τον θυμούνται για το τέρας που είναι. Δεν θέλει τίποτα περισσότερο απο το να είναι αυτό που είναι.


Φεύγει απο την συνέντευξη τρέμοντας.

Μήπως και αυτός δεν είναι τέρας; Δεν θέλησε ποτέ τίποτα καλό για τον κόσμο. Ούτε αιώνια ειρήνη, ούτε να σταματήσουν οι σφαγές αμάχων, ούτε να μην πεινάνε παιδιά πια. Δεν είναι οτι δεν προσπάθησε μιά δύο φορές, απλά δεν μπορεί να το κάνει. Δεν το θέλει πραγματικά.

Πρέπει να αποφασίσει επιτέλους ποιός θέλει να είναι, ο χρόνος περνάει και η φαντασία του δυστυχώς δεν είναι ανεξάντλητη. Έχει ήδη ζήσει όλα τα ερωτικά σενάρια, με καστανές, ξανθές, μαυρομάλλες, τη φάση που μόνος του σώζει τον κόσμο απο πτώση μετεωρίτη, έχει γίνει κατάσκοπος, διάσημος ζωγράφος(απο τους ελάχιστους που πλούτισαν εν ζωή), ακόμη και τη ζωή σαν εξωγήινος, τότε που είχε μανία με τα ufo και ξαφνικά βρέθηκε με μπλέ φτερά και τεράστια μάτια σε κάτι βουνοπλαγιές που φωτίζονταν απο δυό ήλιους.

Όλα τα βαρέθηκε. Τί άλλο του μένει;

Πρέπει μάλλον να συμβιβαστεί με το γεγονός πως είναι ένας δειλός, ένας μικρός άνθρωπος με ένα μεγάλο χάρισμα που κατασπαταλάει κυνηγώντας απολαύσεις και χρήμα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό, είναι αυτός που είναι. Τουλάχιστον δεν είναι δολοφόνος. Και θέλει να μείνει για πάντα πλούσιος και ευτυχισμένος.

*

Για άλλη μια φορά είναι πάμπλουτος, δεν επιλέγει γυναίκα δίπλα του ακόμη, είναι μόνο αυτός και τα εκατομμύρια του, σε μια τεράστια έπαυλη στο ιδιόκτητο νησί του. Εδώ θέλει να είναι, αυτό θέλει να είναι για πάντα. Η επιθυμία υπάρχει και τον κατακυριεύει, νιώθει την αλλαγή να έρχεται, πρέπει να συγκεντρώσει τη σκέψη του,τί είναι αυτό που θέλει ακριβώς, να σταματήσει ναί να σταματήσει να μην φεύγει πια, να μην μπορεί να φύγει πια. Να μην φύγει ξανά, να μην εξαφανιστεί για νέα μέρη όπου θα πρέπει να ξεκινήσει απο την αρχή, θέλει να μην μπορεί να φύγει ποτέ ξανά.

Και τα κατάφερε.

Βρίσκει το σώμα του στη μέση του πιο πολύβοου δρόμου που έχει δεί στη ζωή του, είναι ένας απο το πλήθος, κανείς δεν τον γνωρίζει, κανείς δεν ενδιαφέρεται, άνθρωποι τον σκουντάνε κοιτώντας τον βλοσυρά καθώς περνάνε δίπλα του, κοιτάει αλλά ξέρει ήδη πως δεν θα έχει φράγκο στην τσέπη του.

Πέτυχε να δημιουργήσει έναν κόσμο στον οποίο δεν έχει την ικανότητα να δημιουργεί κόσμους. Μόνο που ότι είχε φανταστεί σε εκείνον τον άλλο, τον ιδανικό κόσμο, χάθηκε για πάντα. Τουλάχιστον δεν έμεινε για πάντα σε κανένα ερημονήσι να πεθάνει απο την πείνα. Με τις μαλακίες που κάθεται και εύχεται, θα του άξιζε.

Μάλλον θα πρέπει να πιάσει μια δουλειά, να βρεί και ενα διαμέρισμα. Ευτυχώς, είναι ακόμη νέος και μπορεί να δουλέψει.

Θέλει σίγουρα και ένα μεγάλο καναπέ.

the meating


το σπίτι και ο Τζέημς

Είναι ένα παλιό σπίτι, τουλάχιστον τριακοσίων χρόνων. Όλο ξύλο και τούβλο όπως τα έφτιαχναν τότε, επιβλητικά και εύφλεκτα. Και ευένδωτα στην δύναμη του χρόνου. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακολουθεί τα πουλιά καθώς τριγυρίζουν στα τεράστια δέντρα που καλύπτουν τη ρημαγμένη του πρόσοψη. Όλα είναι βουτηγμένα στο πράσινο σαν να ξεχείλισε η φύση για να καλύψει κάθε δείγμα ανθρώπινης παρουσίας, την βεράντα απο σκούρο ξύλο φλαμουριάς, τα παράθυρα περιτριγυρισμένα απο περίτεχνα σχεδιασμένα χαλκόχυτα μπαλκόνια, ακόμα και την κεντρική πόρτα-υπόδειγμα αποικιακής αρχιτεκτονικής. Άρτια τοποθετημένο στο κέντρο της παλιάς πόλης, είναι το όνειρο κάθε κλασσικιστή βουτηγμένο στο χόρτο και το άνθος.

Αλλά όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν τον άνθρωπο που κοιτάει τώρα το σπίτι απο την απέναντι μεριά του δρομού. Είναι γείτονας του εδώ και τριάντα χρόνια αλλά πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό ενδιαφέρεται για ό,τι συμβαίνει εκεί. Γιατί τώρα εργάτες μεταφέρουν καθημερινά αντικείμενα, καθαριζούν, επιδιορθώνουν, ανακαινίζουν, μια πολύβουη αποκία ανθρωπο-μυρμηγκιών, δεν φαίνεται να έχουν σταματήσει εδώ και μια εβδομάδα. Ποιός και γιατί; Ο τελευταίος άνθρωπος που έμεινε στο σπίτι έφυγε πολύ καιρό πριν, κανείς δεν τον έχει δει απο τότε. Και ο Τζέημς ξέρει γιατί δεν θα γύριζε ποτέ εδώ. Αλλά αν δεν είναι εκείνος τότε ποιός; 'Εχει ήδη χάσει πολύ χρόνο απο την δουλειά του, κρυφοκοιτώντας απο το παράθυρο της κουζίνας και μάγειρες και σερβιτόροι βρήκαν ευκαιρία, πότε για τουαλέτα, πότε για τσιγάρο να κωλοβαρέσουν πάλι. Τρείς πελάτες έχουν ήδη επιστρέψει τα πιάτα τους. Ρίχνει μια τελεύταια ματιά έξω απο το παράθυρο, αποφασισμένος να επιστρέψει στην καθημερινότητα του, αλλά αυτό που βλέπει τον αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Τα ανθρωπομυρμήγκια τώρα μεταφέρουν καινούργια και απαστράπτοντα κομμάτια πάγκων, δυό τεράστιες κουζίνες, άπειρα μαγειρικά σκεύη μέσα απο την κεντρική είσοδο και με απώτερο προορισμό σίγουρα εκείνη την τεράστια αίθουσα πίσω απο τη σάλα.

Όλες οι άλλες σκέψεις φεύγουν απο το μυαλό του, δεν μπορεί, αλλά είναι αυτός.

Και είναι ξανά εδώ.



αναμνήσεις

Δυό παιδιά παίζουν στο δρόμο, κραδαίνοντας κουτάλες απο τις κουζίνες των μαμάδων τους, το ένα κυνηγάει το άλλο. Κάθε φορά που τα σώματα τους συναντιούνται ξιφομαχούν με απιστεύτη λύσσα.
“ο μπαμπάς μου είναι καλύτερος”
“όχι, ο δικός μου”
“πάρτο πίσω”
“εσύ πάρτο πίσω”

Aν τους ρώταγες σήμερα, είναι σίγουρο πως έχουν ξεχάσει την πρώτη αυτή φορά που βρέθηκαν αντιμέτωποι.

Ο γέρος ζητιάνος που κοιμάται στο πάρκο δυό τετράγωνα πιο πέρα θυμάται τη σκήνη σαν να ήταν χθές. Κατέληξαν και οι δυό άγρια μελανιασμένοι, σαν μικρά βατόμουρα. Ισόπαλοι, αντίθετα με τους πατεράδες τους.



Το βιβλίο και ο Μάρτιν


Πάντα ήξερε πως θα επέστρεφε στο παλιό του σπίτι τελικά, κάπου κρυμμένο στο μυαλό του το είχε πάντα σαν μια λύση εκτάκτου ανάγκης, σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Σίγουρα πάντως, κανείς δεν περίμενε τέτοια θριαμβευτική επανεγκατάσταση. Ούτε και ο ίδιος.

Ο Μάρτιν χαιδεύει το βιβλίο. Είναι δερματόδετο και φαίνεται έτοιμο να διαλυθεί. Τόσο καιρό χαμένο και τώρα επιτέλους στα χέρια του. Όταν πέθαινε ο πατέρας του, αυτό ζητούσε στο κρεβάτι του πόνου, το φώναζε σαν να ήταν άνθρωπος και θα έβγαζε πόδια να έρθει να τον βρεί. Το βιβλίο δεν περπάτησε φυσικά, παρέμεινε κλεισμένο στο ντουλάπι της μητέρας του, εκεί που το είχε κρύψει τα τελεύταια χρόνια που ο πατέρας του είχε αρχίσει να τα χάνει. Και εκεί ήταν και μετά το θανατό της για πολύ καιρό, μέχρι που, σε μια ύστατη προσπάθεια να βγάλει κανένα φράγκο απο τον παλαιοπώλη, ο Μάρτιν τράνταξε το παλιό σεκρετέρ λίγο παραπάνω και το βιβλίο πετάχτηκε μπροστά στα πόδια του.

'Ηταν γραφτό να το βρει και να το διαβάσει. Παιδικές μνήμες και τραύματα, ένα εκατομμύριο θολές αναμνήσεις απο τα βάθη του μυαλού του επανεστιάστηκαν και επιτέλους, επεξηγήθηκαν. Ίσως θα έπρεπε να το είχε υποψιαστει νωρίτερα, αλλά μερικές φορές η αλήθεια είναι πιο απίστευτη απο κάθε φαντασία.

Δεν ήταν δύσκολο να αποφασίσει τί θα έκανε στη συνέχεια, τόσες αποτυχημένες προσπάθειες και ακόμα νιώθει την ανάγκη να ανοίξει την δική του επιχείρηση -καφετέρια, φαστφουντάδικο, μπακάλικο, ό,τι και να διάλεγε  θα είχε την ίδια προδιαγεγραμμένη λαμπρή πορεία. Βαθιά μέσα του όμως, πάντα ήξερε πως θα άνοιγε εστιατόριο. Του άρεσε η ιδέα απο παιδί, η μαγειρική είναι της μόδας πάλι και το σπίτι είναι στο τέλειο σημείο.

Και ξέρει πόσο η επιλογή του θα νευριάσει εκείνον.



blow up

Κλεισμένος στο δωμάτιο του πάνω απο το μαγαζί, ο Τζέημς νιώθει πως θα σκάσει. Είναι τόσο θυμωμένος που τα χέρια του τρέμουν σαν να έχει πάρκινσον. Έχει ακούσει την έκφραση τρέμω απο τα νεύρα μου, αλλά πρώτη φορά καταλαβαίνει το νόημα της. Προσπαθεί να εστιάσει στην ανοιχτή παλάμη μπροστά του, να την αναγκάσει να σταματήσει να κουνιέται, να τρέμει σαν να έχει πυρετό. Είναι περίεργο αλλά νιώθει ζεστός, η θερμοκρασία έξω είναι ανοιξιάτικη αλλα στο δωμάτιο του στάλες καυτής υγρασίας αρχίζουν να κατρακυλάνε απο το ταβάνι.

Η έκρηξη τον βρίσκει απροετοίμαστο.

Μόλις ανοίγει τα μάτια του αντικρίζει το χάος γύρω του και χιλιάδες μικρές κρυσταλλικές βελόνες  να πετάγονται σε ακαθόριστες κατευθύνσεις απο κάθε τοίχο. Νιώθει σαν να βρίσκεται στο κρυσφήγετο του σούπερμαν, αγγίζει μια απο τις σκληρές απολήξεις και ρουφάει το αίμα απο την πληγή που άνοιξε. Κοφτερές. Σε τι θερμοκρασία έφτασε το δωμάτιο του  για να προλάβει να κρυσταλλοποιηθεί έτσι η υγρασία? Το πώς, εντυπωσιακά, δεν τον απασχολεί και τόσο, τουλάχιστον όχι άμεσα. Σαν όνειρο θυμάται μια άλλη φορά όταν ο πατέρας του κατέστρεψε με ένα μεγάλο μπουμ το μισό απο το πυρηνικό καταφύγιο τους. Ήταν εκεί μια ολόκληρη νύχτα μετά απο το διαζύγιο και είχε πιει πολυ. Οι γείτονες κρυφοψιθύριζαν για απόπειρα αυτοκτονίας με γκάζι, αλλά ο Τζέημς είχε δει τον πατέρα του να τρέμει απο τον θυμό του πριν κλειστεί μόνος του και το ήρεμο χαμόγελο του μετά, καθώς αναδυόταν απο τα ερείπια. Τώρα που το σκέφτεται και αυτός αισθάνεται καλύτερα τώρα.

Τα χέρια του δεν τρέμουν πια.



The meating


Είναι περίεργο για ιδιοκτήτες αντίπαλων εστιατορίων, αλλά η πρώτη συνάντηση μετά απ'ότι μοιάζει για αιώνες συμβαίνει σε ένα φαστφουντάδικο λίγο έξω απο την πόλη. Φορούν μαύρα γυαλιά και καπαρντίνες, παραλίγο να μην γνωρίσει ο ένας τον άλλον.
“Πάντα σου άρεσε το junk food”
“Πότε, όταν ήμουν δέκα”;
Κάθονται μαζί και τρώνε τα χάμπουργκερ τους. Και οι δύο θυμούνται τώρα, τηλεκίνηση σε πυρηνικά καταφύγια, σατανικές τελετές με αρχαία βιβλία, ψυχικές δυνάμεις εναντίον δαιμόνων καθώς ο υπόλοιπος κόσμος κούρευε το γκαζόν του και έβλεπε Νίξον εναντίον Κέννεντι στην τηλεόραση. 'Ολα απομεινάρια της τρέλλας μιας άλλης εποχής και αυτοί οι απογόνοι της.
“έχεις ακόμα το γελοίο καταφύγιο”;
“μιλάς εσύ που μένεις στο σπίτι του Δράκουλα”.
Σχεδόν ταυτόχρονα περιχύνουν τις πατάτες τους, ο ένας με κέτσαπ, ο άλλος με μουστάρδα,
'”ποτέ δεν κατάφερες τίποτα”
“ότι κατάφερες το κατάφερες με τη βοήθεια του μπαμπά σου”
'Ενας επίμονος ζητιάνος φωνάζει κάτι απο την άλλη μεριά του τζαμιού, δεν μπορούν να τον ακούσουν, τα χείλη του κινούνται προσπαθώντας να μεταδώσουν κάποιο επείγον μήνυμα, αλλα αυτοι συνεχίζουν τρωγοντας,
“τα κουστούμια σου ειναι γελοία”
“μιλάει ο άνθρωπος με τις τρύπες στο τζιν”
Σκουπίζουν τα χείλη τους απο το λίπος και σηκώνονται, αναχωρώντας για αντίθετες κατευθύνσεις ενώ ο ζητιάνος συνεχίζει να ωρύεται

Κοιμούνται με την ίδια σκέψη. Πρέπει να τον καταστρέψω.



ο Tζέημς, ο Μάρτιν και ο σεφ

Την πρώτη ευκαιρία  την έχει ο Τζέημς.
Δεν είναι οτι ήθελε να κρυφακούσει, απλά είχε μείνει αργά στη δουλειά και τα εστιατόρια είναι τόσο κοντά το ένα στο άλλο... καλά, εντάξει, ήθελε να κρυφακούσει. Είχε δει τα φώτα απέναντι και σύρθηκε όσο πιο κοντά μπορούσε χωρίς να γίνει ορατος. Ο Μάρτιν λογομαχεί με τον μάγειρα του, έναν ιδρωμένο κοντόχοντρο τύπο. Λογομαχεί είναι μάλλον υπερβολικό, στην πραγματικότητα ο Μάρτιν φωνάζει και ο άλλος προσπαθεί να ψελίσσει κάτι μέσα απο τα δόντια του. Κάτι σαν “άσε με να προσπαθήσω τουλάχιστον, θα διαφημιστεί και το μαγαζί, δεν κάνω τίποτα κακό”. Τώρα εκλιπαρεί. “Μια φορά, μόνο μία και αν αποτύχω δεν θα ξαναπάω”.
Ο άλλος απαντά θυμωμένα. “Κάθε φορά που φεύγεις απο την κουζίνα ρισκάρεις να σε καταλάβουν. Φαντάζεσαι την αντίδραση της παρουσιάστριας αν σου πεταχτεί κανένα κέρατο στα γυρίσματα”? Τον πλησιάζει απειλητικά, “καλά θα κάνεις να μην ξεχνάς ποιός σε διατάζει, σεφ”.

Ο Τζέημς παρακολουθεί κάθως ο Μάρτιν αποχωρεί και ο μάγειρας μένει μόνος του.
Θυμάται ακομη την πίσω είσοδο για την κουζίνα που περνάει μέσα απο το υπόγειο. Η πόρτα είναι κλειστή, αλλά υποχωρεί με ελάχιστη αυτοσυγκέντρωση. Με το που μπαίνει μέσα μυρίζει θυμίαμα. Και θυμάται, τα παιδικά του χρόνια και την έντονη μυρωδιά που συνόδευε τις επισκέψεις του πατέρα του στο δικό τους υπόγειο, τότε, πριν αποφασίσει να αρκεστεί στην ψυχοκινητική και εξερεύνουσε τα μονοπάτια που είχε ακολουθήσει ο γείτονας. Ανεβαίνει τη σκάλα και όπως ακριβώς ξέρει, εκεί είναι η κουζίνα. Παρακολουθεί για λίγο το μάγειρα και τις κοφτές κινήσεις του.
“Γιατι τον αφήνεις να σου μιλάει έτσι; Εγώ δεν θα συμπεριφερόμουν ποτέ έτσι σε υπάλληλο μου. Σκέφτηκες ποτέ να δουλέψεις για κάποιον άλλον”;
Ο σεφ γυρίζει απότομα και η πλαδαρή κοιλιά του ακολουθεί σε δευτερόλεπτα,
“Δεν είναι δυνατόν, απλά δεν γίνεται” απαντά ανήσυχα, με την κουτάλα ακόμη στο χέρι.
“Τί; Είσαι παράνομος μετανάστης, του χρωστάς λεφτά; Αυτά διορθωνόνται”.
Ο μάγειρας κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Υπάρχει κάτι επάνω του, μια αίσθηση που ο Μάρτιν εχει ξανανιώσει. Πλησιάζει και τον μυρίζει. Όπως το φαντάστηκε. Ένας απλός δαιμόνας.
“Δεν είμαι ακριβώς απλός, καταρχήν διαβάζω σκέψεις”
“Μη μου κάνεις τον έξυπνο γιατί θα σε ανατινάξω εδώ που στέκεσαι”
“Επίσης μου αρέσει πραγματικά η μαγειρική. Μπορείς να πεις οτι ήταν το χόμπι μου εκεί που ήμουν πριν με καλέσει το αφεντικό”
Ο Τζεημς δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί πως έχει καταλήξει η κόλαση αυτές τις μέρες αν ένας δαίμονας μπορεί να έχει τοσο συμβατικά χόμπι. Τί απέγιναν τα παλουκώματα;
Αποστρέφει την σκέψη του απο τόσο επικίνδυνα φιλοσοφικά μονοπάτια και κοιτάει τη χύτρα που βράζει.
“Τί μαγειρεύεις”; Μυρίζει ωραία αλλά δεν το ομολογεί. Πιάνει μια γουλιά με την κουτάλα, “μη, θα μου χαλάσεις τη σάλτσα”, υπάρχει πραγματική αγωνία στη φωνή του δαιμονοσέφ. Νιώθει τη γλώσσα του να μουδιάζει απο την κάψα, είναι πραγματικά καυτερό, καυτερότερο απ'ό,τι έχει δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του. Ο άλλος διαβάζει την απορία του. “Είναι η καψακαίνη που εκτοξεύουν τα σκαθάρια απο τα πόδια τους, τέλειος αμυντικός μηχανισμός. Μόνο πρόσεξε μην αγγίξει τα μάτια σου, θα πεθάνεις στον πόνο”. Μόλις τώρα καταλαβαίνει τι είναι αυτό που ψιλοκόβεται με μανιώδεις ρυθμούς στον πάγκο, τεράστια καφέ σκαθάρια απογυμνώνονται απο τα κελύφη τους μέχρι να απομονωθεί ο αδένας τους και να πεταχτεί με μια γρήγορη κίνηση στα περιεχόμενα της χύτρας. Γλυφεί τα δάχτυλα του. Πάντως είναι νοστιμότατο.

Ήδη φαντάζεται το ύφος των υγειονομικών όταν μάθουν τι ακριβώς μαγειρεύεται εδώ, βγαίνει απο την κουζίνα και αγγίζει το πόμολο της εξώπορτας.
'Ισως να είναι πιο εύκολο να διώξει τον Μάρτιν απ' ότι φαντάστηκε.

“Όχι”. Ο Μάρτιν στέκεται πίσω του, βλοσυρός και με τα χέρια σταυρωμένα. Η πόρτα κλειδώνει μπροστά στα μάτια του.
Ο Τζέημς συγκεντρώνει την θέληση του και “ναι”, η πόρτα ξεκλειδώνει αργά. “Όχι”, κλειδώνει. “Ναί”, ξεκλειδώνει.

όχι, ναι, οχι...
Μαλλον θα είναι δύσκολο τελικά.

Ισοδύναμοι και αποφασισμένοι να μην υποχωρήσουν, είναι μια μάχη Τιτάνων. Ο ιδρώτας τρέχει απο το πρόσωπο τους, το κλειδί κάνει ένα ενοχλητικό σκριτσάρισμα απο το πολύ γύρισμα-ξεγύρισμα, η μάχη θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα αλλά,
“μπορούμε να πάμε τουαλέτα τουλάχιστον”; Δεν έχει σημασια ποιος μιλάει γιατί και ο άλλος εκπνέει ανακουφισμένος, “εντάξει”. Μετά ένα μικρό διαλείμμα ορκίζονται πως θα πάνε για ύπνο χωρίς να ομολογήσουν τίποτε απο τα συμβάντα σε κανένα.
Ευτυχώς γιατι κουτουλάνε.



ο σεφ - ιντερλούδιο

Ναί, το όλο σκηνικό ήταν όσο γελοίο ακούγεται.

Έτσι πιστεύει ο σεφ που παρακολουθούσε με το τρίτο ματι τα τεκταινόμενα, κάθως διάλεγε με παχιά δάχτυλα τις ντομάτες για την σαλάτα. Αν δεν ήταν τόσο δυνατοί θα τους ξέσκιζε και τους δύο σε χίλια κομμάτια με τα δόντια του, ή ίσως να τους τεμάχιζε σε φέτες με τα (πραγματικά) νύχια του για να τους ενσωματώσει σε κάποιο νέο εξωτικό πιάτο. Πατέ ηλ-ιθίων. Τώρα ψιλοκόβει τις ντομάτες. Έχει μια φοβερή ιδέα να χρησιμοποιήσει κολίανδρο και κάρδαμο στη χωριάτικη. Θα δώσουν ένταση στη γεύση.



ο Μάρτιν και η παγίδα

Μπορεί να την γλίτωσε απο την υγειονομική για τώρα, αλλά ο Μάρτιν είναι σίγουρος πως ο Τζέημς θα προσπαθήσει να του την φέρει ξανά, σύντομα. Πρέπει να περάσει στην αντεπίθεση πιο γρήγορα απ'ότι φανταζόταν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και το πρόβλημα του σεφ του να σκεφτεί. Αυτό του έλειπε, ένας δαίμονας με φαντασιώσεις για τηλεοπτικά σόου μαγειρικής. Τουλάχιστον το μαγαζί πάει καλά. Μπορεί να είναι κάπως ...ιδιόρυθμος, αλλά είναι εξαιρετικός μαγειρας.

Βγαίνει απο το σπίτι με το βιβλίο του. Ο ζητιάνος που φαίνεται να έχει εγκατασταθεί μόνιμα στη γωνιά των εστιατορίων τους όλο σκούζει – τώρα λέει κάτι για ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, του κόσμου ΣΟΥ και το δάχτυλο του φαίνεται να ακολουθεί τον Μάρτιν. Μα που τον βρίσκουν όλοι οι τρελοί;

Παρακολουθεί απο το παράθυρο τον Τζέημς καθώς φωνάζει στους σερβιτόρους, καθώς κατεβαίνει στο υπόγειο για να μπεί τελικά στον γιγαντιαίο ψύκτη ψάχνοντας “φρέσκα” φασολάκια. Το καθίκι, σκέφτεται θυμωμένος. Μα είναι δυνατόν να σερβίρει κατεψυγμένα λαχανικά και να λέει πως έχει το καλύτερο εστιατόριο; Εν βρασμώ μαγειρικής ψυχής αποφασίζει να τον εγκλωβίσει στο ψυγείο με το δυνατότερο ξόρκι που βρίσκει, ρίχνωντας παράλληλα και μια κατάρα επιλεκτικής κώφωσης στους εργαζομένους - κανείς δεν θα τον ακούσει πριν παγώσει σαν τα φασολάκια του.

Επιστρέφει χαρούμενος στο εστιατόριο του. Ρίχνει και ενα χαμόγελο στον σεφ που του ανταποδίδει διστακτικά. Δοκιμάζει την χορτόσουπα με όρεξη, του θυμίζει αυτή της μητέρας του, αλλά κάτι λείπει... “Έχουμε καθόλου κατεψυγμέναααα”” και αυτά είναι όσα πρόλαβε να πει πριν ρουφηχτεί απο τη θέση του και ξεβραστεί σε δευτερόλεπτα με τα πόδια πάνω απο το κεφάλι στο ψυγείο του γείτονα.
“Πώς ήταν το ταξίδι”; Ο Τζέημς κάθεται στο πάτωμα με μια τεράστια μελανιά στο μέτωπο.
Ο Μάρτιν σουλουπώνεται και τον πλησιάζει, “η αίσθηση χιούμορ σου είναι όπως πάντα ανύπαρκτη”. Στέκεται απέναντι του σε μια λογική απόσταση, γιατί δεν έχει τα ξόρκια του μαζί.
“Όταν η πόρτα δεν άνοιξε στην τρίτη προσπάθεια άρχισα να υποψιάζομαι τι συμβαίνει. Οι δυνάμεις μου δεν μπορούν να ανοίξουν την πόρτα, οι φωνές μου δεν ακούγονται. Τί είναι, ξόρκι απόκρυψης”;
“Περίπου”. Ο Μάρτιν έχει πολλούς τέτοιους άσσους στο μανίκι του, δεν θα τους αποκαλύψει όλους. Αν και δεν περίμενε να την πατήσει έτσι, καλά να πάθει για να ξεχάσει να προστατεύσει τον εαυτό του απο την επίθεση. Αλλάζει θέμα, “τί  έπαθε το κεφάλι σου”; Ο άλλος φαίνεται ντροπιασμένος. Του ομολογεί πως, μιας δεν έχει γνωρίσει το πλήρες εύρος των δυνάμεων του ακόμη, αναρωτήθηκε μήπως μπορεί να περάσει μέσα απο τον τοίχο. Μετά απο ένα γερό κουτούλημα αποφάσισε πως η απάντηση είναι όχι.

Το χτύπημα στο κεφάλι δεν φαίνεται να τον επηρέασε αρκετά για να μην σηκωθεί και με αστραπιαία ταχύτητα δώσει το έναυσμα για μάχη χτυπώντας τον αντίπαλο του με μια πέτρα στο δόξα πατρί. 'Οχι δεν είναι πέτρα, είναι κατεψυγμένη ...τρούφα; Το καθίκι.  Ο Μάρτιν ανταποδίδει τραβώντας τον απο τα μαλλιά (όχι μαλλιοτράβηγμα ακριβώς, αυτό θα ήταν κοριτσίστικο). Αν είχαν τσεκούρια ή μαχαίρια θα τα χρησιμοποιούσαν, αλλά για τώρα αρκούνται σε εφορμήσεις με αδέξιες γροθιές. Καταλήγουν ο ένας στρίβωντας το αυτι του άλλου, οι λοβοί τους κατακόκκινοι και πρησμένοι.

“άου”
“άουάουάου”

Μένουν έτσι μέχρι να αρχίσουν να παγώνουν τα δάχτυλα τους. Και όταν η μαγική επίδραση στο προσωπικό του εστιατορίου τελειώσει, θα τους βρούν σφιχταγκαλιασμένους να τουρτουρίζουν, τα χνώτα τους παγωμένες δροσοσταλίδες τριγύρω. Θα χουχουλιάσουν τα μπλαβινισμένα τους χέρια και θα πάνε σπίτια τους, αφού συμφωνήσουν πρώτα σε κάτι. Δεν μπόρουν να συνεχίσουν έτσι για πάντα, αυτή η αντιπαράθεση πρέπει να τελειώνει.
Τώρα.



ο σεφ και η ιδέα

Ο σεφ τους εξηγεί την ιδέα καθώς τεμαχίζει τα αυγά. Υπάρχει ένας τρόπος να το διευθετήσουν, λέει. “Ποιός είναι ο δυνατότερος, ποιός θα μείνει στην περιοχή. Ποιός θα νικήσει”. Σκύβει μπροστά στον αναμμένο φούρνο και η φλόγα του δίνει μια όντως δαιμονική όψη καθώς τους εξηγεί. Ένα αρχέγονο κάλεσμα και “ο καθένας θα σέρνει, θα τον σέρνουν όλοι αυτοί που προηγήθηκαν, οι δυνάμεις δυο γενεών, οι αναμνήσεις σας, δύο ολόκληροι κόσμοι”. Δεν μοιάζει καθόλου με την μονομαχία των πατεράδων τους, είναι πολύ περισσότερο. Μια πανάρχαια τεχνική, ένα κάλεσμα όλων των προγόνων για να παλέψουν εκεί, αιώνες και αιώνες ιστορίας σε μια και μόνη τελική μάχη. “Μέχρι θανάτου”.

Ακούγεται μεγαλειώδες.
Και οι δύο χαμογελούν αβίαστα.



τελική μάχη

Κάθονται αντικριστά, καθώς ο δαίμονας ξεκινά το τυπικό.

Οι δυνάμεις είναι τεράστιες, χτυπούν και τους δυο ταυτόχρονα και αλύπητα, μια τεράστια λάμψη καλύπτει τη διαδικασία αλλά είναι φανερό πως κάτι τρομακτικό εκτυλίσσεται αναμέσα στους καπνούς και τα φώτα.

Ο αχνός καταλαγιάζει και τώρα, στη θεση του Τζέημς και του Μάρτιν υπάρχουν δυο στρογγυλά πραγματάκια, σαν παραγεμισμένα ούμπα-λούμπα. Δυο μικρά μωβ μπαλονάκια, κάτι λένε και πάλι, χιλιάδες φωνούλες μαλλώνουν ακόμα και τώρα. Το ένα πάει να πιάσει το άλλο μα καταλήγουν μισοαιωρούμενα κάθε φορά που προσπαθούν να περπατήσουν, σαν διστακτικοί μετεωρίτες. Ένα γαμψό νύχι αγγίζει ελαφρά τα δύο μικρά, συμπυκνωμένα ανθρώπινα σύμπαντα που ξεφουσκώνουν με ένα φςςςςς μέχρι που εξαφανίζονται τελείως. Πουφ.

Στο σπίτι υπάρχει σιωπή.

“Επιτέλους”.

Ο σεφ βγάζει την ποδιά του και παίρνει το καπέλλο του απο την κρεμάστρα της εισόδου. Ανοίγει την πόρτα, ρίχνει μια τελευταία ματιά στο αντικέ αποικιακό εσωτερικό του, τώρα λεκιασμένο με δυο ανεπαίσθητες μωβ κηλίδες κοντά στη σκάλα και φεύγει, σφυρίζοντας ένα χαρούμενο σκοπό. Θα δώσει το βιβλίο στο ζητιάνο που στέκεται, σιωπηλός πια, έξω και θα κατευθυνθεί στο σταθμό λεωφορείων με γρήγορο βήμα.