Πρέπει να φτάσει
στα τελευταία σκαλοπάτια για να καταλάβει
πόσο θα του λείψουν όλα γύρω του.
Η πολύβουη όψη
του όλου κατασκευάσματος, σειρές πάνω
σε άλλες σειρές, ατελείωτες δεσμίδες
τούβλων, να δημιουργούν αδύνατα σχήματα,
να υπονοούν ήχους και μυστήρια. Η ίδια
η τεράστια σκάλα στη βάση της οποίας
στέκεται δίβουλος ακόμα, με το χέρι του
γραπωμένο στα σκονισμένα της κάγκελα.
Αφήνει τα δάχτυλά
του να χαλαρώσουν γύρω απο το κρύο
μέταλλο, μαζί με μια βαθιά, παρατημένη
ανάσα. Αυτά ήταν τότε. Το κτίριο είναι
όσο πανέμορφο ήταν πάντα, όλα σε αυτήν
την πόλη είναι, μα τίποτα δεν είναι
όπως παλιά. Όλες οι ομορφιές του κόσμου
δεν θα μπορούσαν να κρύψουν πια, όσα
κρύβονται έξω απο περίτεχνους τοίχους.
Η πόλη έχει αλλάξει. Ο κόσμος μέσα της,
άγριος, θυμωμένος. Δεν χρειάζεται να
βγεί παραέξω απο τη γειτονιά του για να
το δεί. Μυρίζει την αλήθεια στις φοβισμένες
ματιές τους. Ακόμα κι αν δεν το κάνουν
πραγματικά, παντού σκέφτονται τις
δολοφονίες. Τόσοι χαμοί, θα έλεγε κανείς
πως άνοιξαν πάγκους και πουλάνε ανθρώπινο
κρέας στους δρόμους. Η πόλη, ένας δαίδαλος
σφαγείων, πνιγμένη στο αίμα.
Σαν να ανταπαντούν
περιπαιχτικά στις μαύρες σκέψεις του,
ξαφνικά χαχανητά απο το μαγαζί του
ισογείου τρυπώνουν στη μοναξιά του.
Φιγούρες που μοιάζουν να διασκεδάζουν
περνούν μπροστά απο σκιασμένα παράθυρα,
φέρνοντας αναμνήσεις απο πολύ μακριά.
Καμία πραγματικά δική του, αλλά όλες
βαθιά ριζωμένες μέσα του, δεκάδες
γενέθλια, βαφτίσεις, γαμήλιες δεξιώσεις...
Όλα όσα είναι ωραία σ'αυτό τον κόσμο,
μαζεμένα σε μια συγκεχυμένη, ευτυχισμένη
μπάλα στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Χωρίς να καταλάβει πώς, χτυπάει ήδη την
χαμηλή πόρτα.
Το πρόσωπο πίσω
απο την πόρτα είναι άγνωστο. Και νέο,
πολύ νέο. Για μια στιγμή, όλα του φαίνονται
λάθος. Είναι ένας γέρος άνθρωπος, τί
δουλειά έχει μαζί τους; Διστάζει μόνο
για λίγο, γιατί μετά οδηγεί τα βήματα
του μόνο η ελπίδα. Μιας τελευταίας
ομορφιάς, αντάξιας όσων θυμάται.
Παραμερίζει τον
άγνωστο και περνά μέσα, παραγγέλνοντας
στα γρήγορα, μη δούν την ευαισθησία του.
“Πού είναι μια καρέκλα; Εκεί στη άκρη
τη θέλω.”
Περίεργα μάτια
τον κεντρίζουν. “Είσαι σίγουρος πως
είσαι στο σωστό μέρος;”
“Φυσικά. Ερχόμουν
εδώ πριν ακόμα γεννηθείς.”
Το πρόσωπο
απέναντι του τον ζυγιάζει προσεκτικά.
“Έχει περάσει πολύ καιρός απο τότε.”
Έχει δίκιο. Αλλά
οι κανόνες ακόμα ισχύουν. “Δε θα διάβασες
καλά τους όρους όταν αγόρασες το μαγαζί.
Όποιος και να το έχει, κρατάω το δικαίωμα
να έρχομαι εδώ σε κάθε γιορτή. Μια καρέκλα
κι ένα τραπέζι στην άκρη. Ένα πιάτο, ένα
ποτήρι. Για μια ζωή.”
Ένα αυθόρμητο
χαμόγελο αλαφρώνει την ατμόσφαιρα. “Εσύ
είσαι που έβαλες τον όρο στο συμβόλαιο;
Πώς και δε σ' έχω δεί ποτέ;”
“Είχα να κανονίσω
κάποια πράγματα. Είναι η τελευταία μου
νύχτα εδώ.” Εύχεται να μην καταλαβαίνει
κανείς το τρέμουλο στη φωνή του. “Λοιπόν,
πού είναι η καρέκλα μου;”
Ο νεαρός φαίνεται
να το διασκεδάζει. “Αν θές να καθίσεις,
μπορείς. Αλλά, δεν θα είναι όπως τα
θυμάσαι ακριβώς...” Γυρνάει με δυνατή
φωνή στο υπόλοιπο δωμάτιο. “Ε, παιδιά,
ο κύριος εδώ, θα διασκεδάσει μαζί μας
σήμερα.” Τονίζει με νόημα τα λόγια του.
“Είναι η τελευταία του νύχτα εδώ.”
Όλοι κοιτάνε το
γέρο ανάμεσα τους με υπερβολικά χαμόγελα
και γουρλωτά κατακόκκινα μάτια. Είναι
μακρινές οι εποχές
που μπορούσες να διασκεδάσεις χωρίς να
χαπακώνεσαι. Ακόμα κι έτσι,
αξίζει να τους δώσει μια ευκαιρία.
Φροντίζει να βάλει την καρέκλα που του
έδωσαν κοντά στην έξοδο, στην περίπτωση
που αποφασίσουν να ξεκινήσουν κανά
όργιο.
Δεν φαίνεται να
έχουν τέτοιες προθέσεις. Πίνουν και
γελάνε, σιγοψιθυρίζουν, πίνει και αυτός
ό,τι του έδωσαν. Δεν είναι η ζεστή
οικογενειακή συγκέντρωση που φαντάστηκε,
αλλά είναι καλύτερα απο το να περιφέρεται
στους δρόμους, μονάχος του. Τα φώτα έχουν
χαμηλώσει εδώ και καιρό, μόνο κεριά
αναλαμπίζουν στο χώρο. Παρά το συνεχή
γδούπο της μουσικής, το γέρικο σώμα του είναι έτοιμο να αποκοιμηθεί ανάμεσα σε
σφριγηλά κορμιά που χορεύουν. Η
επιβλητικότητα μιας φωνής, σχεδόν τον
ξυπνάει.
“Είναι ώρα.”
Οι χοροί σταματούν,
τα κορμιά μετακινούνται, χάνονται. Τα
βλέπει με την άκρη του μισοκοιμισμένου
ματιού του να ξαναμαζεύονται στο κέντρο
του δωματίου. Παλεύει να ανοίξει τα
βλέφαρα και καταφέρνει να γύρει το
κεφάλι του στα δρώμενα. Είναι όλοι σε
κύκλο, κρατιούνται χέρι χέρι.
Μήπως είναι γενέθλια που γιορτάζουν;
Δεν θυμάται να είδε
καμιά τούρτα. Κανείς δεν τραγουδάει
χρόνια πολλά. Μια παιδική στριγγιά
γεμίζει την ησυχία.
“Σσσσσ. Μη
φοβάσαι.”
Μιλάει μια
κοπέλα. Μακριά μαύρα μαλλιά και πάλευκα
χέρια με μυτερά νύχια εμφανίζονται στο
κεντρο του ανθρώπινου κύκλου, χαιδεύοντας
απαλή σάρκα. Το κλάμα σταματά. Τους
βλέπει να μαζεύονται γύρω απο το πρόσφορο,
να ξεθηκώνουν κοφτερά μαχαίρια. Τα μάτια
τους μάυρες πύλες σε κόσμο πολύ μακριά
απο αυτόν που θυμάται. Κι όμως, ξέρει
ακριβώς τί θα γίνει.
“Σταματήστε.”
'Οσο ξεψυχισμένη,
η φωνή του ήταν αρκετή. Γυρνάνε και τον
κοιτάνε περίεργα, ξαφνιασμένοι που ζεί
ακόμη. Το ίδιο φρέσκο πρόσωπο που του
άνοιξε την πόρτα, απευθύνεται στο πλήθος.
“Δεν περιμέναμε
δύο, αλλά δύο έχουμε. Όσο περισσότερα,
τόσο το καλύτερο. Τόσο πιο κοντά Του
ερχόμαστε.”
Παλεύει να
φτιάξει γερή τη φωνή του. “Δεν
καταλαβαίνετε; Δεν θα ερχόταν ποτέ σε
σας, όσους κι αν σφάξετε. Έχετε ακόμα
μια ελπίδα. Μπορείτε να σωθείτε.”
Ξαφνιάζονται
για μια στιγμή και αυτή είναι αρκετή
για να προσπαθήσει. Αν μπορεί να κάνει
αυτά τα χαμένα κορμιά να δούν την αλήθεια,
τότε ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα για αυτό
τον τόπο. Ανασηκώνεται απο την θέση του
και τους κοιτάει. Έναν έναν, όσο πιο
βαθιά μέσα στη ψυχή τους μπορεί.
“Νομίζετε ότι
τα καταλάβατε όλα. Όλος αυτός ο θάνατος,
για τη δική σας ζωή. Μα μόνο η ζωή είναι
ζωή. Τί αξία έχει χυμένο αίμα, τί αξία
έχει κι εκείνο που δεν ρέει με ψυχή, που
δεν γεννά ανθρωπιά; Τί να το κάνουν οι
Θεοί;” Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα.
“Καταλαβαίνετε;”
Η αντίδραση τους
είναι απογοητευτικά προβλέψιμη.
“Είναι μια
δοκιμασία!”
“Θα σου δείξουμε
πόσο πιστεύουμε.”
“Στο όνομα
του Θεού του αίματος!”
“Στο όνομα
του Θεού της σφαγής!”
“Στο όνομα
του!”
Έρχονται να τον
πετσοκόψουν. Σηκώνεται σε όλο του το
μεγαλείο. Και ξαφνικά, βλέπουν την
αλήθεια, τη βλέπουν κατάματα.
“Είναι ένας απο
εκείνους!” Οι κόρες τους, μικραίνουν,
χάνονται στην έκπληξη της τρομάρας
τους.
Καλά κανουν και
φοβούνται. Είναι ο τελευταίος σε αυτή
την πόλη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν
μπορεί να περιλάβει ολόκληρο αυτό το
συνοθύλευμα ηλιθιότητας.
Προχωράει
τσακίζοντας κόκκαλα, διαλύοντας κρανία.
Ένας ένας παραπέουν, παρακαλούν για τη
ζωή τους πεθαίνοντας. Θυμούνται μάνα
και πατέρα, αγάπη και πόνο, αναμνήσεις
χαμένης ανθρωπιάς. Όλη την ιστορία πίσω
απο το αίμα που τρέχει στις φλέβες τους.
Βλέπουν την αξία μιας πάλλουσας καρδιάς
τώρα. Τώρα, που χάνουν τη δική τους.
Κρίμα.
Νιώθει το κόκκινο
ρυάκι να τρέχει ακόμη κάτω απο τα πόδια
του και έξω απο την πόρτα. Το βλέπει να
κυλάει ήσυχα προς το δρόμο, το φαντάζεται
που ενώνεται με τον κόσμο που αντέχει
και συνεχίζει. Άλλη μια θυσία αίματος,
η δικιά του. Θυσία για την ειρήνη, για
την αγάπη. Για τη ζωή. Δεν είναι αρκετό
για να σωθεί ολόκληρο το δημιούργημα,
αυτό το ξέρει.
Δεν υπάρχει
ελπίδα πια, αλλά κάπως τα 'φερε η τύχη
και κουβαλάει ένα μικρό κομμάτι ελπίδας
μαζί του, καθώς απομακρύνεται. Ένα ψήγμα
της, που μόλις ρεύτηκε απαλά, κοιμισμένο
στην αγκαλιά του. Ονειρεύεται. Ίσως
μπορέσει να του μάθει κι αυτού πώς.
Ανοίγει φτερά
και πετάει πάνω απο αχνοκόκκινους
δρόμους και πλατείες, πάνω απο όλο το
αίμα, το χαμένο και αυτό που κυλάει
ακόμα, ανύποπτα. Ζωντανό, ποιός ξέρει
για πόσο λίγο ακόμα, ανάμεσα στο θανατικό.
Ο τελευταίος άγγελος του αίματος, ο
τελευταίος άγγελος της ζωής, φεύγει. Η
πόλη σιγά σιγά ξεφτίζει. Ήδη χαμένη,
χάνεται πίσω του, λίγο πριν το τέλος
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου