Ο τρόμος πλησιάζει
δειλά το υπερφυσικό, αλλά χωρίς να το
ακουμπά, σαν διστακτικός αρραβωνιάρης
βικτωριανής εποχής, απέναντι στο
σφιχτοδεμένο στήθος της αγαπημένης
του. Και αυτό είναι μόνο η αρχή της
κατηφόρας.
Ολόκληρη η ταινία θα
ήθελε να στέκεται λίγο πιο πάνω απο τη
συνείδηση μας, να φανταζόμαστε όλα αυτά
που δεν δείχνει, αλλά όσα δείχνει, είναι
μάλλον λίγα για να πετύχει το σκοπό της.
Ένα συνηθισμένο κόλπο, αλλά προφανώς,
πολύ πιο δύσκολο απ'ότι φανταζόταν ο
δημιουργός κατά τη διεκπεραίωση. Ϊσως,
πάλι, να υποκύπτω ξανά στην ανάγκη μου
να εξυψώνω τους ανθρώπους και όλες οι
ενδείξεις, τα χύμα στο κύμα υπονοούμενα,
να είναι στην πραγματικότητα, πολύ πιο
ταπεινής προέλευσης απ'ότι θα ήθελα να
φαντάζομαι και γι'αυτό ανάξια του χρόνου
και των πίξελς που χάλασα γι'αυτή την
κριτική.
Κλείνοντας αυτη τη
μικρη μου συμβολή στην ρύπανση του
κυβερνοχώρου, σας θυμίζω πως, αν θέλετε
να βρίσετε τον υπαίτιο, μπορείτε να
επικοινωνήσετε μαζί μου στο mail...
Αφήνει το πληκτρολόγιο
και ξεψαχνίζει το κείμενο. Οι υπερβολικά
μεγάλες προτάσεις χωρίς ρήματα, οι
εναλλαγές σε χρόνους, η θα-ήθελε-να-είναι
αφαιρετική σκέψη, όλα είναι πάλι μπροστά
του, έστω σε ηλεκτρονική μορφή. Το γνώριμο
ύφος του, σχεδόν αναλλοιωτο απ'όταν το
τελειοποιησε στα δεκαπέντε λεπτά της
δόξας του, την τηλεοπτική εκπομπή
“Cineργάτες”. Το μέσο με
το οποίο εισέβαλλε σε κάθε σπίτι για
δύο χρόνια, μέχρι το θάνατο του έτερου
cineργάτη, ίσως απο το πολύ
ποτό, ίσως απο το κακό του που παραγκωνίστηκε
τόσο απόλυτα.
Δεν ήταν δύσκολο να
σχεδιάσει τον πιο δυσνόητο τρόπο ομιλίας,
πάντοτε δοσμένο με χαμόγελο και μια
δόση χιπστερικής ειρωνίας, προσφέροντας
στο ανυποψίαστο κοινό αυτό που ήξερε
πως ήθελαν: Ατάκες για να χρησιμοποιήσουν
την επόμενη φορά που θα ήθελαν να δείξουν
πόσο μέσα στα πράγματα ήταν στις κοπέλλες
του γραφείου. Ανούσια, βιτριολικά
αποφθέυγματα με ημερομηνία λήξης, αλλά
και υπογραφή. Τη δική του.
Τζέημς Ρ. Μέησον.
Όνομα τώρα πλέον σχεδόν
άγνωστο, πέρα απο μερικά geeks
του κυβερνοχώρου και
τον μικρό καλλιτεχνικό κύκλο της περιοχής
του. Τους πέντε, έξι ανθρώπους με τους
οποίους μοιράζεται ακόμα τις προσπάθειες
του να επανακάμψει. Το είδος των ανθρώπων
που λατρεύουν να έχουν επαφές με όποιον
απο το συνάφι τους βγήκε κάποτε στην
τηλεόραση, για να λένε μετά πως τον
γνώρισαν, όσο τον θάβουν πίσω απο την
πλάτη του.
Το είδος των ανθρώπων
με τους οποίους έχει ραντεβού για δείπνο
σε μια ώρα. Αφού τελειώσει επιτέλους
την κριτική σ' αυτό το
έπος σκηνοθετικού αυνανισμού, απο τον
άλλον-έναν-μετά-τον-επόμενο Μ. Νάιτ
Σαιλάμαν.
1.
“Τραγικό δεν είναι”;
“Ποιό απ'όλα”; Μόλις
τελείωσε να διαβάζει δυνατά
το κείμενο και ο Ντέιβ απεναντί του
τον κοιτάει συνοφρυωμένος.
“Κάθισες και ξεκωλώθηκες
στο γράψιμο για μια ηλίθια ταινία. Εγώ
στο λέω, αυτός ο μαλάκας δεν είχε τίποτα
στο μυαλό του. Μόνο το πως να κάνει όλα
τα παιδάκια να τρέξουν να τη δούν το
πρώτο σαββατοκύριακο”. Σηκώνει τα χέρια
του, εκλιπαρώντας θεατρικά. “Salva
nos stella maris
και φρόντισε το word
of mouth να την κλείσει
γρήγορα”.
“Ακόμα και έτσι,
σίγουρα περισσότεροι θα την δούν την
γαμημένη απ'ό,τι την κριτική μου”.
Η Μιράντα σηκώνει
το ποτό της σε ένδειξη συμπαράστασης.
“Και κανένας να μην τα έβλεπε, όσα
έγραψες είναι αριστούργημα”.
Το ίδιο κάνουν
και οι υπόλοιποι γύρω απο το τραπέζι.
“Βέβαια”.
“Συμφωνώ”.
Δέχεται τα
κομπλιμέντα με συγκρατημένη διάθεση,
σηκώνοντας και αυτός το ποτήρι του.
Βγάζει τα γυαλιά του αργά για να δώσει
ένα τόνο επισημότητας, όπως αρμόζει
στην περίσταση. Όσο και να τον γλύφουν,
ξέρει πως θα έδιναν το δεξί τους χέρι,
πόδι, ή βυζαρχίδι, για να είναι πρώτη
θέση στη πρεμιέρα αυτής της πατάτας.
Και αυτός θα
έκανε το ίδιο, φυσικά.
Δυστυχώς η
πρόσκληση δεν είναι και τόσο πιθανή.
Δεν είναι πρώτη φίρμα πλέον στο χώρο
του, ούτε καν τριακοστη πρώτη. Φαίνεται
πως τα κωλόπαιδα σήμερα, ενδιαφέρονται
να διαβάσουν κριτικές μόνο αν περιέχουν
τουλάχιστον μια αναφορά στο Twilight.
Και δεν θέλει να πέσει
τόσο χαμηλά. Ακόμη.
Αφήνει τη μικρή
συγκέντρωση όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Πρέπει πάντα να κρατάει μια πόζα απεναντί
τους, όπως αυτοί κρατάνε τη δική τους.
Στο σπίτι μπορεί να ξαλαφρώσει απο όλη
την προσπάθεια. Μπορεί επιτέλους να
χαλαρώσει, να αφήσει την κοιλιά του να
κρέμεται αντί να ρουφιέται συνέχεια,
να ανάψει ένα τσιγάρο, να κλάσει. Και τα
κάνει όλα μαζί, καθώς ανοίγει τον
υπολογιστή για να ελέγξει τα mail του.
Έχετε
ένα μήνυμα.
Μια ειδοποίηση
απο την ιστοσελίδα του. Κάποιος του
άφησε ήδη σχόλιο στην νέα κριτική. Και
φυσικά είναι ο Κόμπικο18. Το κοντινότερο
που έφτασε ποτέ σε φανατικό θαυμαστή
είναι αυτό το κωλόπαιδο. Εκτός αν είναι
κανένας σαραντάρης που προσπαθεί να
ρίξει κορίτσια και
απλά παίζει τέλεια το ρόλο του
χαζοχαρούμενου Ιάπωνα, οπότε, κάποιος
θα πρέπει να του δώσει το όσκαρ. Άμεσα.
Ενδιαφέρον
φαινόταν, αλλά μ'έχεις πείσει. Δεν θα το
δώ. Αλλά, αν κερδίσει κανά βραβείο θα το
κατεβάσω, ό,τι και να λές.
Stanley
lives!
Ο Stanley
ζεί.
Η υπογραφή του
ήταν που ξεκίνησε την επαφή μεταξύ τους.
Μόνο σε ένα πεθαμένο, υπερταλαντούχο
κάθαρμα μπορούσε να αναφερεται. Έφερνε
αναμνήσεις απο άλλες εποχές, όταν το
γρασίδι ήταν πρασινότερο, ο ήλιος
λαμπρότερος και οι ταινίες όχι
τσιχλόφουσκες, αλλά πραγματικές εμπειρίες
απο κάποιο παράλληλο σύμπαν, όπου οι
σκηνοθέτες είχαν ταλέντο, οι ηθοποιοί
χάρισμα και οι ιδέες έρεεαν στον αέρα.
Άλλες εποχές και η θύμηση τους θα του
έφερνε δάκρυα στα μάτια, αν είχε ακόμη
συναισθήματα.
Αναπάντεχα,
δεν αναγκάστηκε να παραμείνει στη
θύμηση. Ο Κόμπικο αποδείχθηκε πραγματικός
γνώστης της σινεματικής ιστορίας και
οι συζητήσεις μεταξύ τους εξελίχθηκαν
σε ένα παιχνίδι εγρήγορσης με τον ιάπωνα
να ρωτάει με τις πιο καλά μελετημένες
ερωτήσεις και τον εαυτό του να αναμοχλεύει
αναμνήσεις και γνώσεις για να απαντήσει
με τον πιο εγκυκλοπαιδικά επιδεικτικό
τρόπο. Ο ίδιος ο Stanley ήταν
πολύ συχνά το θέμα των ολονύχτιων
συνδιαλέξεων τους, με τις ατάκες να
πηγαινοέρχονται σε ρυθμό μυδραλιοβόλου
όποτε αναφερόταν το όνομα του.
Έγιναν
συνήθεια. Οι αντιπαραθέσεις τους στο
Kubrickdome, σε
εκείνο τον άγνωστο γκλαντιαντορικό
χώρο, όπου μόνο ο φανατικότερος θαυμαστής
μπορεί να μείνει όρθιος, ανάμεσα στις
χιλιάδες ιαχές θριάμβου ενός ανύπαρκτου
πλήθους.
Αλλά όχι
σήμερα, είναι ήδη αργά και νυστάζει,
γι'αυτό απαντά μ' ένα ψευδοειρωνικό
ευχαριστώ
για την ψήφο εμπιστοσύνης. Και
πάει για ύπνο.
Η
απάντηση τον περίμενει στο προσωπικό
του μέιλ με το που σηκώνεται το πρωί.
Πάντα.
Μονο που θα μου πληρωσεις το εισιτηριο
αν σε δώ κουστουμαρισμένο σε καμιά
πρεμιέρα αυτής της μαλακίας.
Stanley
lives!
Μετρητά
ή επιταγή, γιατί περιμένω την πρόσκληση
απο στιγμή σε στιγμή.
Τζέημς
Ρ. Μέησον.
Μετρητά.
Χέρι με χέρι. Θα είμαι στα μέρη σας
σύντομα γι'αυτο ετοίμασε τα φράγκα. Η
ανεντιμη κριτική πρέπει να τιμωρείται.
Πέρα απο την πλάκα, θα είμαι Νέα Υόρκη
σε καμιά εβδομάδα. Αν θες τα λέμε απο
κοντά.
Μπορεί
να φέρω και την μαγική
κασσέτα αν την έχω βρεί
μέχρι τότε.
Stanley
lives!
Δεν
ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. Μάλλον
θα πρέπει να ξυριστεί.
2.
“Όλοι
με λένε Κόμπε στο σπίτι. Σαν το βοδινό.
Και όχι, δυστυχώς δεν έχω τη μαγική
κασσέτα μαζί μου”.
Η
αναφορά στην κασσέτα, τη χαμένη ταινία
του Stanley,
ξεκίνησε την κουβέντα απο εκεί που την
είχαν αφήσει online.
Όποια
ανησυχία είχε για το αν θα μπορούσαν να
έχουν τις ίδιες συζητήσεις πρόσωπο με
πρόσωπο, εξανεμίστηκε με το που κάθησαν
για καφέ. Δεν είναι μπροστά στην οθόνη
του, αλλά δεν χρειάζεται να προσποιείται
πως είναι κάτι άλλο απο ένα βαριεστημένο,
απόλυτο geek.
Στο
μέσο της συζήτησης των τελευταίων
αποτελεσμάτων του box
office του
ξέφυγε και μια κλανιά που ο άλλος αγνόησε,
οπότε όλα καλά. Ο Κόμπε αποδεικνύεται
να είναι ακριβώς σαν την ηλεκτρονική
περσόνα του. Η προσωποποίηση του μη
επιτηδευμένου.
Που
κάνει την προοπτική της επόμενης στάσης,
ακόμα πιο περίεργη: Βρίσκονται έξω απο
το μπάρ. Η πολύ επιτηδευμένη παρεά του
είναι ήδη μέσα , αλλά ο τύπος στην πόρτα
τους σταματά.
“Δεν
μπορείς να κάνεις μια εξαίρεση; Θέλω
απλά να γνωρίσει τα παιδιά. Είναι απο
την Ιαπωνία, φεύγει αύριο”.
“Δεν
ξέρω πως είναι τα πράγματα στην Ιαπωνία,
αλλά εδώ πρέπει να είσαι εικοσι ένα για
να μπείς”.
Ο
Κόμπε δείχνει την ταυτότητα του. “Δεν
υπαρχει πρόβλημα, τα έκλεισα ένα μήνα
πριν”.
Του
ρίχνει μια ματιά καθώς περνούν την
είσοδο. “Δεν το ήξερα. Χρόνια πολλά.
Μάλλον το Κόμπικο18 είναι λίγο ξεπερασμένο”.
“Ναί,
αλλά το Κόμπικο21 είναι πιασμένο απο ένα
καριόλη που προσπαθεί να μου το πουλήσει.
Θα του την κάνω αλά 20th
century fox, έχω
ήδη καπαρώσει το σκέτο Κόμπικο για
μελλοντική χρήση. Δεν αλλάζω ακόμη. Ίσως
αργότερα, όταν συνηθίσω πως γερνάω.
Άλλωστε, έτσι με ξέρουν όλοι, ή μήπως
νόμιζες πως είσαι η μόνη ιντερνετική
φίρμα”;
Να
ακούς κάποιον που μόλις μετα βίας μοιάζει
δεκαπέντε, να μιλάει για γερατιά, είναι
τουλάχιστον γελοίο. Θα μπορούσε να του
κάνει ολόκληρη διάλεξη για το τί σημαίνει
πραγματικά να μεγαλώνεις, να νιώθεις
το σώμα σου και την ψυχή σου να υποκύπτουν
στο χρόνο, αλλά συγκρατείται. Δεν υπάρχει
λόγος να φανερώσει απο τώρα τη μιζέρια
του.
“Α,
ο Τζέημς, επιτέλους”! Και εσυ είσαι ο
Κόμπικο έτσι; Μα εσύ είσαι παιδάκι, πως
σε αφησαν να μπεις μέσα”; Η Μιράντα
αναλαμβάνει να καλωσορίσει το καινούργιο
μέλος στην παρέα. “Λοιπόν, τί σε φέρνει
απο τα μέρη μας”;
“Ο
πατέρας
μου μόλις ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν ο γάμος
του προχθές”.
Ο
Τζέημς συνειδητοποιεί πως δεν σκέφτηκε
ποτέ να τον ρωτήσει το ίδιο πράγμα. Ήταν
τόσο ικανοποιημένος με το γεγονός πως
μπόρεσαν να συνεχίσουν την κουβέντα
απο εκεί που την άφησαν διαδικτυακά,
που δεν του πέρασε καν απο το μυαλό. Αν
ήθελε να συναντήσει κάποιον με πραγματικά
προβλήματα, ένα πραγματικό πρόσωπο και
όχι μια φανταστική, ιντερνετική περσόνα,
δεν θα έκανε τη δουλειά που κάνει. Είναι
σίγουρος πως ο Κόμπε καταλαβαίνει.
Και
οι υπόλοιποι στην παρέα φαίνεται πως
είχαν αρκετή δόση πραγματικότητας για
σήμερα, και έτσι η κουβέντα γυρίζει
γρήγορα σε πιο εύπεπτα θέματα. Συζητήσεις
όπως, με ποιόν βγαίνει ο τάδε, πότε θα
ολοκληρωθεί η έκδοση του άλλου, πόσα
λεφτά έβγαλε απο την τελευταία κριτική
κάποιος.
Παρακολουθεί
γνέφοντας, όποτε τον κοιτούν. Κατάφαση,
σούφρωμα χειλιών, κατάφαση, σκούπισμα
γυαλιών. Τεχνικές για να δείξει πως
είναι μέσα στην κουβέντα, όταν δεν έχει
πραγματικά όρεξη να είναι μέσα στην
κουβέντα.
Αναγκαστικά
αυτό αλλάζει όταν ο Ντέιβ του απευθύνει
το λόγο.
“Τζέημς,
τί έχεις ακούσει για τον Lubοvitcher;
Υποτίθεται
πως είναι ο νέος Kubrick.
Όχι
ότι χρειαζόμασταν και άλλον”.
Lubοvitcher.
Μισοκλείνει
τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί. Είναι
σαν να περπατάει σε ναρκοπέδιο. Θα ήθελε
να βρίσει τον καριόλη που με μια super
8 έκανε
ψευδοντοκιμενταρίστικη αναπαράσταση
της ψύχωσης του Χίτσκοκ με την Τίπι
Χέντρεν και είχε το θράσος να αντιγράψει
την αρχική σκηνή απο 'Τα Πουλιά', αλλά η
αλήθεια είναι πως αποκοιμήθηκε στην
αίθουσα απο το πολύ κούνημα της κάμερας.
Δύσκολο να το ομολογήσει σ'αυτή την
παρέα ψεύτοκουλτουριάρηδων. Ο Κόμπε,
που ξύπνησε επίσης απο το λήθαργο, τον
σώζει, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα
του.
“Χα!
Δεν θα αποκτήσει ποτέ την ικανότητα του
Kubrick
να
αποδίδει νοήμα μέσα απο μια και μόνο
εικόνα. Και ούτε καν κουνημένη”.
Ο
Ντέιβ βρίσκει ευκαιρία για να κάνει
πλάκα. “Ντινγκ, ντινγκ, έχουμε ένα
θαυμαστή αναμεσά μας”! Σταυρώνει τα
χέρια και απευθύνεται στον Κόμπε
σουφρώνοντας τα φρύδια. “Το πρώτο πράγμα
που πρέπει να ξέρεις για την παρέα μας,
είναι, δεν είμαστε ακόλουθοι κανενός.
Μόνο του εαυτού μας”.
Η
Μιράντα συμφωνεί ψευδοεμφατικά. “Έχει
δίκιο. Είμαστε ειδήμονες. Που σημαίνει
πως περνάμε την ώρα μας δίνοντας
συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο, βρίζοντας
παράλληλα, όλους τους άλλους”.
Ο
Ντέιβ έχει πάρει το αθώο του ύφος. “Μη
σε φοβίζει αυτή. Θα ήθελα να μάθω τί
είναι αυτό που σου αρέσει στον Κubrick”.
Ο Τζέημς το ξέρει αυτό το ύφος. Δόλωμα,
μέχρι ο συνομιλητής να αφεθεί, να
ανοιχτεί, για να δεχθεί τελικά, την
αναπόφευκτη πανωλεθρία
απο
τον ενοχλητικό ξερόλα.
Μάλλον
ο Κόμπε δεν χρειάζεται βοήθεια σε αυτό
το συγκεκριμένο θέμα.
“Τί
μου αρέσει; Αυτά που λέει χωρίς να τα
λέει. Η χρήση της εικόνας στο ρόλο ντεκόρ,
ηθοποιού και σεναρίου ταυτόχρονα. Ένα
και μόνο, τεράστιο, πλάνο ως ο απόλυτος
προωθητητής της ιστορίας”. Συνεχίζει,
καθώς παίζει με το ποτήρι του. “Όλες οι
λεπτομέρειες που δεν θα μπορούσες ποτέ
να προσέξεις με την πρώτη ματιά, αλλά
κάνουν την κάθε θέαση μια καινούργια
εμπειρία. Ήξερες πως η λέξη shone
επαναλαμβάνεται τουλάχιστον δεκαέξι
φορές φορές κατά τη διάρκεια της 'Λάμψης',
απο τον ίδιο τον Κubrick”;
Σηκώνει το βλέμμα και κοιτάει έξω απο
το παράθυρο αφηρημένα. “H όλη
του περσόνα. Το μυστήριο που τον
περιβάλλει. Τεχνητό σίγουρα, σε κάποιο
βαθμό, αλλά και αναπόφευκτο για
οποιονδήποτε μπλέκεται στον κόσμο του.
Σα σκιά που σε ακολουθεί σε κάθε σου
βήμα”. Γυρίζει προς το μέρος τους
χαμογελώντας. “Kubrick. Κύβος
του Rubik. Δυό μυστήρια και
ποτέ δεν καταφερα να λύσω κανένα τους”.
Όλοι
τον κοιτάνε σιωπηλά. Για μια στιγμή
γυρνάνε πίσω σε αθωώτερες εποχές, όταν
και το δικό τους συναίσθημα έρεε τόσο
αυθόρμητα, χωρίς το φόβο της γελοιοποίησης.
Ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων.
Ο
Ντέιβ ανασυντάσσεται γρήγορα. Έχασε τη
μάχη, αλλά δεν είναι έτοιμος να χάσει
και τον πόλεμο. “Πές μας τι άλλο σου
αρέσει να βλέπεις στη μεγάλη οθόνη.
Σπάνια ερχόμαστε σε επαφή με το απλό
κοινό, είμαι σίγουρος πως όσα θα μας
πείς θα είναι πολύ ενδιαφέροντα”.
“Δεν
ξέρω, οτιδήποτε μου φαίνεται καινούργιο,
ιδιαίτερο”.
“Πως
κρίνεις τί είναι καινούργιο”;
“Όπως
κι εσύ”.
“Εγώ
έχω εμπειρία”.
“Και
εγώ έχω ίντερνετ”.
“Χα!
Έλα Ντέιβ, ομολόγησε το, και εσύ
γκουγκλάρεις πριν απο κάθε κριτική”.
Η Μιράντα γυρνάει γελώντας, προς το
μέρος του Κόμπε. “Εγώ πάντως σε
διαβεβαιώνω, το διαδίκτυο είναι το δεξι
μου χέρι. Και το αριστερό”.
Ο
Ντέιβ επιτέλους, παραδίδεται. Ξαπλώνει
πίσω στην καρέκλα του, ξεφυσώντας. “Είναι
ένας καινούργιος κόσμος εκεί έξω.
Συγχαρητήρια Κόμπε, είσαι το μέλλον.
Και όλοι εμείς, το παρελθόν”.
Ανάμεσα
στα χαχανίσματα των υπολοίπων, ο Τζέημς
συνειδητοποιεί πως το στόμα του έχει
παρει μια, πολύ σπάνια γι'αυτόν, μορφή.
Χαμογελά. Έχει ακόμα μια φήμη να
προστατεύσει, γι'αυτό σηκώνεται και
γνέφει στον Κόμπε, “δεν πηγαίνουμε σιγά
σιγά, έχεις και το ταξίδι αύριο”.
Μόνο
όταν φτάνουν έξω απο το ξενοδοχείο του
ξαναμιλάει.
“Πώς
σου φάνηκαν”;
“Ας
πούμε πως ήταν μια ενδιαφέρουσα ημέρα”.
“Καλό
ταξίδι και... ελπίζω όλα να πάνε καλά με
τον πατέρα σου”.
“Ε,
ναί. Μην ανησυχείς γι'αυτό”. Ψαχουλεύει
για μια στιγμή στο σάκο του, μέχρι που
βρίσκει αυτό που ψάχνει. Είναι ένα dvd.
“Έχω κάτι για σένα”
“Δε
πιστέυω να είναι το απόκρυφο αριστούργημα”;
“Που
τέτοια τύχη. Η αλήθεια είναι πως έχω
βαρεθεί να ψάχνω να δώ κάτι που να μου
ταιριάζει. Γι'αυτο αποφάσισα να κάνω
εγώ κάτι που μου αρέσει.”
Ο
Τζέιμς του ρίχνει μια ματιά όλο νόημα.
“Ωστέ δεν είσαι πλέον μέλος της απλής
μάζας. Έγινες δημιουργός”.
“Είναι
απλά η ταινία μου. Μυθιστορηματική
πραγματικότητα αλά Κασσαβέτη. Σαράντα
λεπτά και ούτε ένα κουνημένο, στο
υπόσχομαι. Όποτε μπορείς, ρίξτου μια
ματιά, εντάξει”;
Το
κωλόπαιδο θυμήθηκε την απέχθεια του
στις super
8.
Συγκινητικό, αλλά έτσι και αλλιώς, ξέρει
πού θα καταλήξει το dvd
που
έχει στα χέρια του. Να βλέπει ψευδό
home-made
ταινίες επειδή τον πληρώνουν, εντάξει,
αλλά αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό.
Είναι
πραγματικό.
3.
Και
η αλήθεια είναι πως δεν ξέρει τίποτα
για την πραγματικότητα πλέον. Γι'αυτό
και ετοιμάζει μια ετοιματζίδικη κριτική,
απο αυτές που γράφει όταν δεν έχει καν
δεί την ταινία. Γενικόλογη, που να
ταιριάζει σε όλα. Σαν τις τυπικότητες
που γράφουν στα ωροσκόπια.
Και
τη στέλνει.
Ευχαριστώ.
Δεν περίμενα να σου αρέσει η ταινία.
Ίσως και να μη σου άρεσε αληθινά. Απ'ότι
είδα την υπερασπίζεσαι με τον ίδιο ζήλο
που θα υπερασπιζόταν μια υποψήφια μις
κόσμος την παγκόσμια ειρήνη. Όχι
χλιαρότητες παρακαλώ, απλά πες μου τι
πιστεύεις. Θα το αντέξω.
Stanley
lives!
Αν
ψάχνεις για απόλυτη ειλικρίνεια απο
μένα, μάλλον δε με ξέρεις καλά. Χωρίς
πλάκα, ό,τι έγραψα ισχύει. Αν θές παραπάνω,
θα σου κοστίσει.
Τζέημς
Ρ. Μέησον.
Μάλιστα.
Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα αρκεστώ σε αυτά
που έγραψες ήδη. Τουλάχιστον την είδες,
έτσι; Αυτό είναι αρκετό.
Stanley
lives!
Υπήρχε
μια υποψία ειρωνείας σε αυτό το τελευταίο
μήνυμα, ή του φάνηκε; Ο Τζέημς δεν θα
απασχολήσει πολύ το κεφάλι του με τέτοιες
σκέψεις. Οι συζητήσεις τους αραιώνουν,
αλλά, ένα μήνα μετά - μια αιωνιότητα σε
ιντερνετικό χρόνο - λαμβάνει ένα ακόμη
μήνυμα. Λίγο διαφορετικό απο τ'άλλα.
Το
λαχείο κληρώθηκε και είμαι ο μεγάλος
κερδισμένος. Έχω αυτό που άλλοι θα
σκότωναν για να έχουν. Η πηγή μου με
διαβεβαιώνει πως είναι αυθεντικό, αλλά
θα κάνω και τον δικό μου έλεγχο. Θα σου
ετοιμάσω αντίτυπο. Δεν χρειάζεται να
με ευχαριστήσεις, απλά απόλαυσε το.
Stanley
lives!
Το
χαμένο δισκοπότηρο είναι στα χέρια σου;
Kανόνισε μόνο να μη το
κρίνεις online, αυτή είναι
δική μου δουλειά. Περιμένω ανάλυση,
σκηνή-σκηνή και στο λέω
απο τώρα, στ'αρχίδια μου αν μου χαλάσεις
το τέλος. Πεστα όλα, δεν μπορώ να περιμένω.
Τζέημς
Ρ. Μέησον.
Παρά
τις εκδηλώσεις ενθουσιασμού, ο Τζέημς
δεν πιστεύει πως ο Κόμπε έχει το πραγματικό
αντίτυπο της ταινίας. Το πιο πιθανό είναι
να του πάσαραν κάποιο ξεχασμένο home-video
μαστουρωμένων χίπιδων. Μπορεί
και να είναι καλύτερο απο την πραγματική
ταινία. Ποιός ξέρει πόσα να πλήρωσε το
μαλακισμένο γι'αυτή την φάρσα.
Απο
την άλλη, μια μικροσκοπική, αισιόδοξη
πλευρά του, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί
πως, αν είναι πραγματικό, ίσως αυτή να
είναι η ευκαιρία που περίμενε τόσο καιρό
για να επανακάμψει. Μια κριτική του
χαμένου κειμηλίου απο την δεκαετία του πενήντα, θα τον οδηγούσε ξανά στην κορυφή.
Μπορεί
να εύχεται ακόμη και αν δεν πιστεύει.
Τα
τελευταία ίχνη αμφισβήτησης εξαφανίζονται
όταν ο Κόμπε επικοινωνεί ξανα.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία πως είναι αυθεντικό.
Όλο
το συνεργείο ήταν εν ενεργεία τη χρονική
περίοδο 1957-1959 , όταν ο Stanley
ήταν μεταξύ ταινιών. Τα στοιχεία
απογραφής τους απο την ένωση τεχνικών
το επιβεβαιώνουν.
Δεν
έχω βρεί ακόμα στοιχεία για τους
ηθοποιούς, κατά πάσα πιθανότητα ήταν
ερασιτέχνες. Κάτι τέτοιο θα ταιριάζε,
άλλωστε και στο όλο πειραματικό κλίμα
της ταινίας.
Είμαι
έτοιμος για την απόλυτη εμπειρία. Εσυ
θα την συνόδευες με τσιγάρα και ποτό,
εγώ με πίτσα και κόκα κόλα. Μόλις έρθει
η παραγγελία μου, ξεκινάω. Μην περιμένεις
ανάλυση, θα κλείσω ακόμα
και το lan
για
να είμαι απόλυτα αφοσιωμένος.
Και
ναί, θα τη δώ πάνω απο μία φορές.
Περαιτέρω
ανάλυση, αύριο.
Stanley
lives!
Αν
όσα γράφει ο Κόμπε είναι αλήθεια, τότε
υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα αυτή να
είναι η ταινία.
Υποτίθεται
πως ήταν μια ανεξάρτητη παραγωγή, χαμηλού
προυπολογισμού, που γυρίστηκε λίγο πριν
το μεγάλο χολυγουντιανό ντεμπούτο του
σκηνοθέτη. Ποτέ δεν βγήκε στις αίθουσες
και κατόπιν εξαφανίστηκε, υπο άγνωστες
συνθήκες. Είτε απο τα στούντιο, για να
μην επηρεαστεί το άνοιγμα του 'Σπάρτακου',
είτε επειδή ο ίδιος ο Stanley,
για κάποιο περίεργο λόγο,
ήθελε να αποποιηθεί το έργο του. Μια
σύντομη περιήγηση στο διαδίκτυο δεν
φανερώνει κάτι καινούργιο.
Φαίνεται πως με το θάνατο του,
η υπερμαλάκυνση γύρω απο το ονομά του
έχει κωπάσει.
Ο
Τζέημς αναγνωρίζει με ενόχληση, πως αν
κάποιος ξέρει κάτι περισσότερο, αυτός
είναι σίγουρα ο Ντέιβ. Παρά τις παπαρολογίες
του, η αλήθεια είναι πως γνωρίζει τις
πιο απίθανες λεπτομέρειες για την
ιστορία του κινηματογράφου. Όλο και
κάποια νέα πληροφορία θα βρίσκεται
θαμμένη ανάμεσα στά άπειρα αρχεία που
έχει ατάκτως εριμμένα στο κεφάλι του.
Αποφασίζει να τον ρωτήσει, σύντομα. Και
πάνω απ'όλα προσεκτικά. Δεν πρέπει να
μάθει γιατί το θέμα τον ενδιαφέρει τόσο.
Μετά
απο αναμονή 72 ωρών, ο Κόμπε δεν έχει
απαντήσει ακόμα. Ο Τζέημς αποφασίζει
να κάνει το πρώτο βήμα.
Βγήκες
επιτέλους απο το δωμάτιο; Μην ξεχνάς,
περιμένω νέα σου, σύντομα.
Τζέημς
Ρ. Μέησον.
Η
απάντηση είναι άμεση.
Δεν
υπάρχει εύκολος τρόπος να το πώ αυτό,
κύριε Μέησον. Ο Κόμπε πέθανε, σήμερα το
μεσημέρι. Απ'ότι βλέπω, είχατε στενή
επαφή για πολύ καιρό. Είστε καλεσμένος
στην κηδεία του που θα γίνει την Τετάρτη,
στις πέντε το απόγευμα, ώρα Τόκυο.
Καταλαβαίνω πως μπορεί να σας είναι
δύσκολο να παραστείτε, αλλά θα ήθελα
πολύ να σας γνωρίσω. Η διεύθυνση είναι...
Κιγιόμι
Μάικο
Stanley
lives!
Ειρωνεία.
Η υπογραφη στον λογαριασμό του έμεινε
η ίδια.
Ο
Stanley ζεί, ο Κόμπε πέθανε.
4.
Η
χώρα του γλυκίσματος. Δεν υπάρχει
καλύτερος τρόπος για να περιγράψει
κάποιος την Ιαπωνία. Το γλύκισμα,
πραγματικό και μεταφορικό. Τεράστια
κουκλιά και αόρατα κινητά τηλέφωνα,
υπερσύγχρονα laptop και
βιντατζ ρούχα, όλα διαθέσιμα, για την
κατάλληλη τιμή. Αν ήταν να θα ξεθαφτεί
κάπου, για την ικανοποίηση του πιο
μανιώδους συλλέκτη, ο,τιδήποτε χαμένο...
Μόνο εδώ θα μπορούσε να γίνει αυτό το
θαύμα.
Ο
Τζέημς, όμως, δεν είναι εδώ για την
ταινία.
Είναι
εδώ γιατί θέλει να είναι σίγουρος. Είναι
εδώ, ευχόμενος να είναι όλα ένα μακάβριο
αστείο. Μια καλοστημένη, ηλίθια πλάκα.
Ϊσως εμπνευσμένη απο το “The
Ring”. Και γιατί όχι; Είναι ακρίβως
το ίδιο πράγμα. Ιάπωνας βλέπει απόκρυφη
ταινία, ιάπωνας πεθαίνει.
Δεν
του φαίνεται σιχαμερό που έχει την
δύναμη να κάνει τέτοιες σκέψεις στο
δρόμο για την κηδεία, γιατί ξέρει πως
και ο Κόμπε θα έκανε το ίδιο. Θα φανταζόταν
οτιδήποτε για να αποφύγει την
πραγματικότητα. Θα δημιουργούσε τις
πιο απίθανες ιστορίες για να την
αντιπαλέψει.
Αλλά
η πραγματικότητα είναι δύσκολος αντιπαλος
σήμερα. Ο Τζέημς είδε το φέρετρο και το
πτώμα. Είδε τον κόσμο, τον πατέρα του
Κόμπε με τη νέα του σύζυγο να φυσάνε τη
μύτη τους σε κατάλευκα μαντήλια. Είδε
και την μητέρα του να τον πλησιάζει,
μόνη, με δάκρυα στα μάτια στο τέλος της
αποτέφρωσης.
Η
πραγματικότητα τον νίκησε.
Της
σφίγγει το χέρι δυνατά και εννοεί το
απαραίτητο, “λυπάμαι πολύ για την
απώλεια σας”.
Η
Κιγιόμι είναι ευγενική μαζί του.
Ανταλλάσσουν για αρκετό χρόνο τις ιστορίες
τους με τον Κόμπε. Συμπληρώνουν το πάζλ.
Αυτός της λέει για την επίσκεψη του στην
Αμερική, για ολονύχτιες ελιτίστικες
συζητήσεις και αυτή του λέει για
προετοιμασίες για εισαγωγή στη σχολή
καλών τεχνών, για την απώλεια πατρικής
φιγούρας, για συχνές περιόδους καταθλιψης
που νόμιζε πως είχαν ξεπεραστεί πια.“Αλλά
έκανα λάθος”. Τον οδηγεί με τρεμάμενα
χέρια σ'ένα δωμάτιο. “Απο εδώ κρεμάστηκε,
απο εδώ το έκανε, σας ορκίζομαι δεν είχα
ιδέα, εσείς που του μιλάγατε, καταλάβατε
τίποτα; Γιατί θα τρελαθώ, ήταν όλα τόσο
φυσιολογικά, ήταν τόσο χαρούμενος”.
Δεν
είναι έτοιμος να κλάψει, αλλά η φωνή του
βγαίνει με δυσκολία. “Δεν μπορώ να
φανταστώ τί τον στεναχώρησε τόσο. Μην
κατηγορείτε τον εαυτό σας, ούτε εγώ
κατάλαβα τίποτα”. Δεν της λέει ψέματα.
Τη στιγμή που την μεταφέρουν υποβασταζόμενη
οι συγγενείς της, αγγίζει το eject
κουμπί του dvd player. Είναι
και αυτό κάτι που θα έκανε ο Κόμπε. Δεν
υπάρχει τίποτα μέσα. Ούτε πουθενά αλλού
στο δωμάτιο.
Μόνο
που βρίσκει στο δεύτερο συρτάρι του
γραφείου, κάτι περίεργο. Ένα dvd,
σπασμένο σε άπειρα κομμάτια, κάτω
απο ένα πολύχρωμο κύβο. Ένας κύβος του
Rubik, με τα χρωματα του
απόλυτα εναρμονισμένα.
Λυμένος.
Ταξιδεύει
πίσω σπίτι και οι απορίες του τον πνίγουν.
Απορίες για τον Κόμπε, την ζωή του και
κυρίως για την γαμημένη την ταινία, που
είναι σίγουρος πως κάτι έχει να κάνει
με την όλη κατάσταση. Με το που πατά το
πόδι του στην πατρίδα, η πραγματικότητα
έχει ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει, με το
μυστήριο της ταινίας και την ιστορία
πίσω της, να καταλαμβάνουν πλήρως τις
σκέψεις του.
Μόλις
γύρισε απο υπέρατλαντικό ταξίδι, αλλά
δεν μπορεί να περιμένει.
Ώρα
να βρεί τον Ντέιβ.
5.
Βρίσκονται
στο συνηθισμένο τους καφέ. Μια απλή
ερώτηση, ειπωμένη, φαινομενικά τυχαία,
στη ροή της συζήτησης και ο Ντέιβ είναι
χείμαρρος.
“Ο
ίδιος ο Kubrick ποτέ δεν
αναφέρθηκε σε αυτήν. Κατά πάσα πιθανότητα
ποτέ δεν την θεώρησε κομμάτι της
κληρονομιάς του, διαφορετικά θα την
είχε κυκλοφορήσει ο ίδιος αργότερα,
όταν είχε όλη τη δύναμη του κόσμου.
Μπορεί να μην του άρεσε το αποτέλεσμα
ή να μην ενδιαφερόταν πλέον γι'αυτήν,
πάντα προσηλωμένος στο επόμενο έπος”.
Κατεβάζει δυο γουλιές απο το ποτό του,
σκεπτικός. “Ποιός ξέρει τί σκεφτόταν
κάτω απο την πλατιά καράφλα του”.
“Αυτό
είναι όλο”;
“Αστειεύεσαι;
Να ευχαριστείς τα φαιά μου κύτταρα για
την ικανότητα τους να διατηρούν
πληροφορίες. Έχω μια τέλεια ιστορία για
σένα”. Ο Ντέιβ πίνει ακόμη λίγο και
ξεκινάει. “Μετά την επιτυχία του '2001',
ανώτατο κινηματογραφικό στέλεχος έκανε
άνω κάτω τα αρχεία κάθε στούντιο για να
βρεί την ταινία, υπολογίζοντας τα λεφτά
που θα μπορούσε να βγάλει με μια
κυκλοφορία. Κάπως, κάπου, κάποτε, την
βρήκε. Η ταινία, σύμφωνα με πληροφορίες,
ήταν ένας μυστικιστικός αχταρμάς αλά
Κένεθ Άνγκερ, μια πειραματική φάση για
τον σκηνοθέτη μετά τους to
'The Killing'.
Ο executive αναφώνησε την
κλασσική ατάκα, 'Οh my
god, it's full of crap', η ταινία
αξιολογήθηκε ως αντιεμπορική και
ξαναχωνιάστηκε. Απο τότε κανείς άλλος
δεν ενδιαφέρθηκε να την ψάξει”.
“Ποιός
ήταν αυτός που την είδε τελευταίος”;
“Δεν
θυμάμαι το όνομα του, αλλά αυτοκτόνησε,
λίγο μετά. Μάλλον απο τη στεναχώρια του
για την πατάτα που είδε”.
Παραμένει
ατάραχος. “Η ταινία, υπάρχει ακόμα”;
“Κάποιο
αντίτυπο της σίγουρα υπάρχει. Απλά είναι
χωμένο κάπου κάτω απο το βουνό αρχείων
που άφησε ο Kubrick στο σπίτι
του. Όταν πέθανε, το γραφείο του και
τρείς αποθήκες ήταν φίσκα χαρτούρα και
ενσταντανέ φίλμ. Η ίδια η συζυγός του
ομολόγησε πόσο ανυπόφορη ήταν η μανία
του να κρατάει τα πάντα, αλλά και πως τη
συνήθισε ως αναπόσπαστο κομμάτι του.
Προφανώς, το ιδεοψυχαναγκαστικό κομμάτι
του”. Ο Ντέιβ παίρνει μια βαθιά ανάσα,
με την ανακούφιση κάποιου που μόλις
τελείωσε να απαγγέλει το magnum
opus του. “Ξέρω πως θα έδινες το
αριστερό σου νεφρό για μια ευκαιρία να
σκαλίσεις τα αρχεία, αλλά δύσκολο να το
κάνει κάποιος, τουλάχιστον για τα επόμενα
είκοσι χρόνια. Μάλλον γλίτωσες την
απογοήτευση”.
Και
το θάνατο, σκέφτεται ο Τζέημς.
Λίγο
πριν αποχωριστούν και στη μέση άσχετης
κουβέντας, ο Ντέιβ θυμήθηκε κάτι.
“Κάποια
στιγμή πρέπει να μου δώσεις το μειλ του
Κόμπε, το έχεις έτσι”;
Η
αναφορά στο όνομα του Κόμπε, για κάποιο
περίεργο λόγο, δεν τον ξαφνιάζει. “Τί
το θές”;
“Nέο
πρότζεκτ. Είπα να μπώ και
εγώ στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μίνι
επεισόδια σινεματικού ξεσαλώματος στο
youtube, δύο χαρακτήρες να
σχολιάζουν, εγώ και άλλος ένας. Δεν
χρειάζεται καν να μετακομίσει, κάθε
ένας θα φιλμάρει το κομματι του και μετά
θα τα μοντάρουμε. Θα είναι μπάτμαν και
ρόμπιν κατάσταση. Αρκεί ο Κόμπε να
καταλαβαίνει πως εγώ είμαι ο σουπερήρωας
και εκείνος το σάιντκικ και είναι
καλεσμένος να περάσει δοκιμαστικό”.
Ο
Τζέημς αποφασίζει πως δεν έχει χρόνο
για παπαρολογίες. “Ο Κόμπε είναι νεκρός”.
“Ε;
A χαχα, τί μαλάκας που
είσαι. Απλά, δώσε του το mail
μου, οk”; Ο
Ντέιβ του πετάει ένα κωλοδάχτυλο και
απομακρύνεται.
Γυρνάει
σπίτι. Είναι τόσο κουρασμένος που δεν
έχει τη δύναμη να σκεφτεί οτιδήποτε,
θέλει απλά να πέσει για ύπνο, να κοιμηθεί
για εκατό χρόνια. Η ευγενική γριούλα
απο τον πρώτο του χαλάει το σχέδιο. Με
τον που μπαίνει στο διαμέρισμα, του
χτυπά την πόρτα. “Έχετε μια ειδοποίηση
απο το ταχυδρομείο, συστημένο. Την πήρα
γιατί ξέρω πως χάνεται η αλληλογραφία
εδώ”. Του αφήνει το χαρτί στο χέρι,
χαμογελώντας γλυκά.
Η
ειδοποίηση δεν γράφει αποστολέα, αλλα
ξέρει ήδη τί είναι αυτό που θα παραλάβει.
6.
Μέσα
στο φάκελο, είναι ένα μαύρο dvd.
Μια ετικέτα γράφει, για
χάρην του παλιού καιρού. Ο Κόμπε
πρέπει να την έστειλε πρίν ακόμα καθίσει
να τη δεί.
Και
ο Τζέημς βρίσκεται ένα βήμα πριν βάλει
την ταινία να παίξει, αλλά, αντίθετα με
τον Κόμπε, έχει ένα πλεονέκτημα.
Γνωρίζει
πως υπάρχει κόλπο. Απλά δεν γνωρίζει τί
ακριβώς είναι.
Μπορεί
να προετοιμαστεί για όλα τα συναισθηματικά
τρίκ που μέσα απο μια σειρά κινούμενων
εικόνων θα μπορούσαν να οδηγήσουν τελικά
κάποιον στην αυτοκτονία, ακόμα και μέρες
μετά την θέαση τους. Έχει την εμπειρία
χιλιάδων εκβιαστικά μελοδραματικών
σκηνών, χιλιάδων αποχωρισμών, καταδικασμένων
ειδυλλίων, χιλιάδων θανάτων, ανθρώπων
και ζώων. Ιστορίες που μένουν στο κεφάλι
σου μέχρι η δυναμή τους να σε καταλάβει
πλήρως , μέχρι οι σκέψεις σου να υποκύψουν
στη δύναμη τους. Ξέρει πως τέτοια κόλπα
δεν πιάνουν σε αυτόν. Έχει δει το “Old
Yeller” και δεν έχυσε δάκρυ. Πάντα
πίστευε πως ο Τιτανικός ήταν μια πατάτα.
Μπορεί να προετοιμαστεί για όλα αυτά
τα κόλπα, εκτός... αν δεν είναι τέτοια
κόλπα.
Δεν
πιστεύει στη μαύρη μαγεία, αλλά ο Ντέιβ
είπε πως η ταινία είναι στο στυλ Άνγκερ
και αυτός ο τρελάρας ήταν βαθιά χωμένος
στο μυστικισμό.
Δεν
έχει ιδέα πώς να προστατευτεί απο μια
τέτοια επίθεση. Να σχεδιάσει μια πεντάλφα
στο πάτωμα, ή μήπως να πιεί λίγο αγιασμό;
Όλα ακούγονται... περίεργα. Τα μόνα του
όπλα ήταν πάντα η ευστροφία, το χιούμορ
και η ειρωνεία. Αμυντικοί μηχανισμοί
που τον έσωσαν απο χιλιάδες κακές
ταινίες, απο εκατομμύρια στεναχώριες,
απογοητεύσεις. Απο την ίδια την ζωή.
Αυτό
είναι το Πρόγραμμα:
α.
Ανάλυσε
β.
Εκλογίκευσε
γ.
Γελοιοποίησε
και
δ.
Άσε τη βαρβαρική σου κραυγή να ακουστεί
απο τις οροφές του κόσμου
Αυτό
τον έφτασε ως εδώ, αυτό θα πρέπει να τον
σώσει και τώρα.
Θα
δεί την ταινία σαν να είναι οποιαδήποτε
άλλη. Θα κριτικάρει την κάθε σκηνή της,
με την μεγαλύτερη δυνατή εγρήγορση. Θα
είναι αμείλικτος. Δεν θα αφήσει να πέσει
κάτω, ούτε μία παπαρολέξη. Λέξεις. Αυτές
θα είναι σίγουρα η μαγική δύναμη της
ταινίας, αν έχει όντως μαγεία μέσα της,
αλλά αυτές είναι και η δική του δύναμη.
Με τις λέξεις είχε κατεβάσει σε τρείς
μέρες την παραγωγή του “Περιμένοντας
τον Γκοντό” το 1987. Με τις λέξεις είχε
κάνει και τον σεναριογράφο του “Detroit
– Chewing the Rock Scenery”να ξεσπάσει σε
κλάματα στην εκπομπή του το 1992. Θα το
κάνει και τώρα.
Δεν
χρειάζεται πεντάλφες, σταυρούς και
μανουάλια. Αλλά χρειάζεται τσιγάρα.
Γι'αυτό πετάγεται στο διπλανό σούπερ
μάρκετ και αγοράζει τρία πακέτα. Μαζι
με ένα μπουκάλι απο το καλύτερο ουισκι
τους.
Γυρνά
σπίτι και βάζει τις πιτζάμες του. Πιάνει
χαρτί και μολύβι. Όχι λάπτοπ
και λοιπές μοντέρνες αηδίες. Θα είναι
μια κλασσική μάχη. Ψήνει και πόπκόρν.
Τώρα,
είναι έτοιμος.
Βάζει
το dvd στη θήκη της τηλεόρασης
του. Η οθόνη τρεμοπαίζει.
“Επιτέλους
αντιμέτωποι, Stanley, ανθρωποφάγο
κάθαρμα. Για να δούμε τί έχεις να μου
πείς”.
Μια
συγκέντρωση ανθρώπων ψέλνει ακατανόητες
λιτανείες σε απροσδιόριστο δωμάτιο.
Φοράνε λευκές κάπες, με τις κουκούλες
τραβηγμένες πάνω απο το κεφάλι τους. Οι
ψαλμωδίες ησυχάζουν και ένας ένας,
γυρίζουν προς την κάμερα. Τα πρόσωπα,
τα κουρέματα τους, μοιάζουν... πολύ
σύγχρονα. Απλά κοιτάνε προς την κάμερα.
Κοιτάνε εμένα, σιωπηλά.
Μου
μιλάνε, χωρίς να μου μιλάνε.
“Είσαι
μαζί μας” “Επιτέλους”
“Παλεύουμε
για την ψυχή σου” “Για να τη φάμε”
“Η
ταινία σου αρχίζει” “Για να δούμε τί
έχεις εσύ να μας πείς”
Οι
κουκουλοφόροι εξαφανίζονται. Μια σειρά
σύντομων, σιωπηλών σκηνών εμφανίζονται,
για να αντικατασταθούν σε δευτερόλεπτα
απο άλλες. Άγνωστοι άνθρωποι, όλων των
εθνικοτήτων, γέροι και νέοι, τρώνε,
πίνουν, γελάνε, ή δακρύζουν. Η καθημερινότητα
τους ανακατεύεται με πασίγνωστα ιστορικά
γεγονότα, την πτώση του χίντερμπουργκ,
τον Χίτλερ να αναγγέλει, τον πόλεμο του
Βιετνάμ. Σιγά σιγά τα γεγονότα γίνονται
πιο σύγχρονα, το γκρέμισμα του Τείχους,
η πτώση των δίδυμων πύργων. Οι σκηνές
έρχονται με αυξανόμενη ταχύτητα, πιο...
εντοπισμένες, πιο κοντινές σε μένα,
πρόσωπα που ξέρω, η γιορτή του καλοκαιριού
στην πόλη που γεννήθηκα, μια θεατρική
παράσταση στο κολέγιο που φοίτησα, μια
σκηνή απο την τηλεοπτική εκπομπή μου,
μέχρι να καταλήξουν, άνθρωποι και
γεγονότα, ένα συνοθύλευμα, θαμμένα όλα
σε ολόλευκο πλάνο.
Απο
το λευκό, στην οθόνη αναδύεται μια γριά
με ξέπλεκα μαλλιά. Η πλάτη της παραμένει
γυρισμένη στον θεατή. Βήχει και ψιθυρίζει
κάτι. Βρίσκεται σε κάποιο άγνωστο
σανατόριο, ένα γκρίζο, απρόσωπο μέρος,
σα φυλακή. Η κάμερα την πλησιάζει και η
λέξη που επαναλαμβάνει ίσα που ακούγεται.
Είναι το ονομά μου..; Το πρόσωπο της
γυρίζει προς την κάμερα, εκλιπαρώντας.
Είναι μια σχεδόν τέλεια σωσίας της
μητέρας μου. Κλαίει με αναφυλλητά
επαναλαμβάνοντας το όνομα μου, μέχρι
που πέφτει με μια έκφραση αγωνίας στο
πάτωμα κρατώντας την καρδιά της.
Α,
ωραία, ξεκινάμε εύκολα. Κλασσική
προσπάθεια ταύτισης και παρείσφρυσης
αμφιβολιών στη σκέψη μου. Η μάνα μου
είναι όντως στο κέντρο ηλικιωμένων,
αλλά απ' όσο μου λέει, περνάει τέλεια
παίζοντας μπιρίμπα με τους φίλους της.
Και την επισκέπτομαι συχνά. Άσε που το
όλο θέαμα έχει ξαναγίνει, στον 'Εξορκιστή'.
Εντάξει, τεχνικά, αυτή η ταινία προηγείται
του 'Εξορκιστή', αλλα και πάλι, περιμένω
απο λεπτό σε λεπτό, να πεταχτεί η φάτσα
της Λίντα Μπλέρ απο το internet
meme για να ολοκληρωθεί η απέλπιδα
προσπάθεια τρομοκράτησης.
Μαλλον όχι η αντίδραση που περίμενε
ο δημιουργός.
Η
γριά συνεχίζει να ψυχομαχεί για ο,τι
μοιάζει με αιωνιοτητα. Η κάμερα γυρίζει
γύρω γύρω απο το σώμα της, εστιάζωντας
τελικά στα μάτια της, με μια κίνηση που
απο εδώ και πέρα θα αποκαλείται:
'Ο ορισμός της κατάχρησης του μονόπλανου'.
Αφού, επιτέλους, αφήνει την τελευταία
της πνοή, η σκηνή αλλαζει ξανά.
Ένας
μοναχικός πελάτης σε καφετέρια, μόλις
τελείωσε τον καφέ του. Μοιάζει με τον
Ντέιβ, φοράει ακριβώς τα ίδια ρούχα που
φόραγε χθές, όταν τον είδα. Ψάχνει να
βρεί την σερβιτόρα για να πληρώσει, αλλά
αυτή δεν είναι πουθενά. Το ταμείο είναι
άδειο. Σηκώνεται και κατευθύνεται προς
την πόρτα της κουζίνας. Την ανοίγει
διστακτικά και η κάμερα ακολουθεί το
βλέμμα του για να καταλήξει σε αυτό που
βλέπει. Η σερβιτόρα είναι όρθια στο
κέντρο της κουζίνας και τον κοιτάει,
χλωμή και με τον ιδρώτα να τρέχει στάλες
στάλες απο το μέτωπο της. Είναι ακίνητη.
Η ξαφνική στριγγλιά της μου κόβει τα
ήπατα. Ξεφωνίζει σαν τρελή με τα μάτια
της κολλημένα στον παρείσακτο. “Σε
ξέρουμε”. Αρχίζει να μετακινείται προς
το μέρος του. Ο 'Ντέιβ' στριγγλίζει και
τρέχει προς την έξοδο, κλείνοντας την
πόρτα της κουζίνας πίσω του. Το μαγαζί
είναι και πάλι γεμάτο κόσμο, προσπαθεί
να περάσει ανάμεσα τους για να βρεί την
εξώπορτα, αλλά δεν τον αφήνουν, τρώνε
και γελάνε και πέφτουν επάνω του επίτηδες.
Τον περικυκλώνουν στο κέντρο της αίθουσας
κολλημένοι επάνω του, μέχρι που πέφτει
κάτω. Μόνο τότε τον αφήνουν ήσυχο.
Σηκώνεται τρεμάμενα για να βρεθεί
πρόσωπο με πρόσωπο με την σερβιτόρα,
που κρατά στα χέρια της ένα μαχαίρι.
“Ξέρουμε και τον φίλο σου”. Άλλος ένας
θάνατος, αλλά τουλάχιστον, αυτός είναι
πολύ πιο γρήγορος.
Σίγουρα
πιο ολοκληρωμένη απο την προηγούμενη
προσπάθεια με τη γριά, με αρκετά
ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, αλλά η
αληθοφάνεια παραμένει αμφισβητήσιμη.
Θα πώ απλά, πως αν αυτό ήταν όντως το
τέλος του Ντέιβ, αν συνέβει, ή θα συμβεί
κάτι παρόμοιο... τότε, μάλλον του αξίζει.
Το καθίκι ποτέ δεν έδινε αρκετό φιλοδώρημα
στις σερβιτόρες.
Μετά
τα δύο αυτά shorts, η ταινία
μου αφήνει μια αίσθηση... αποστασιοποίησης.
Μια αδυναμία ταυτισης. Σαν να αντιμετωπίζω
ένα δημιουργό/μέντιουμ, που προσπαθεί
να μπεί στη σκέψη μου ξέροντας ελάχιστα
πράγματα για μένα. Και για τους δυό μας,
μέχρι στιγμης, η εμπειρία είναι
απογοητευτική. Κάτι συνταρακτικό πρέπει
να συμβει στα επόμενα λεπτά, πριν
αποκοιμηθώ τελείως.
Η
επόμενη εικόνα είναι θολή, σαν να βλέπω
μέσα στις αναμνήσεις κάποιου. Βλέπω ένα
δωμάτιο που ξέρω, είναι το δωμάτιο του
Κόμπε. Κάποιος που του μοιάζει μπαίνει
ξαφνικά στο ακίνητο πλάνο. Κατευθύνεται
προς το κέντρο του δωματίου με ένα σχοινί
στο χέρι του. Η καρδιά μου χάνει ένα
χτύπο. Έπρεπε να περιμένω τέτοιο
αντικανονικό χτύπημα.
Συνεχίζω
να βλέπω, θα το αντέξω.
Είναι
όλα στο μυαλό μου, κανείς δεν ξέρει πώς
πέθανε ο Κόμπε και ακόμα και αν ό,τι
βλέπω είναι πραγματικό, αυτή δεν είναι
η πρώτη φορά που βλέπω πραγματικό θάνατο
στην οθόνη. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ για
θανατοποινίτες και του είχα βάλει μηδέν
στα μηδέν αστέρια. Ο cineργάτης μου, αυτός
ο κωλόγερος, με είχε αποκαλέσει άκαρδο,
μπροστά σε δύο εκατομμύρια τηλεθεατές.
Επιβίωσα τότε, θα επιβιώσω και τώρα.
Ένας
μονότονος ήχος αρχίζει να ακούγεται,
αλλά δεν έρχεται απο την τηλεόραση,
κάπου μέσα στο σπίτι, σαν ένα κλιματιστικό
που αρχίζει να εργάζεται. Τη στιγμή που
ο 'Κόμπε' στην οθόνη ολοκληρώνει τον
κόμπο στο σχοινί, αισθάνομαι κάτι. Το
βλέπω με την άκρη του ματιού μου. Σα σκιά
δίπλα μου, υπάρχει μια γνώριμη ψηλόλιγνη
φιγούρα, με κοντά μαύρα μαλλιά. Ο Κόμπε
πλάι μου μένει ακίνητος, ενώ στην οθόνη
ανεβαίνει στην καρέκλα του, τη σπρώχνει
και παραμένει αιωρούμενος, παλεύοντας
για ανάσα. Πρέπει να συγκεντρωθώ, δεν
μπορώ να γυρίσω το κεφάλι μου και να τον
αντιμετωπίσω, θα είναι σαν να δέχομαι
πως η ταινία με νίκησε, δεν γυρίζω,
συνεχίζω να βλέπω και να γράφω: το πτώμα
στην οθόνη κρέμεται άτσαλα, σαν μαριονέτα,
μια πρέπει να ομολογήσω, αρκετά αληθοφανής
αναπαράσταση. Αν και δεν έχω δεί ποτέ
άνθρωπο να κρεμιέται.
Μια
πόρτα κλείνει με δύναμη κάπου στο
διαμέρισμα. Το ράδιο απο το διπλανό
δωμάτιο ανοίγει και παίζει λυπητερά
τραγούδια στη διαπασών. Βγήκαν τα Μεγάλα
Όπλα. Είναι σαν να αντιμετωπίζω έναν
απελπισμένο μάγο που παλεύει με την
τελευταία του πνοή να με παρασύρει στη
μεγαλύτερη δυνατή παραίσθηση. Η φιγούρα
δίπλα μου αρχίζει να κινείται προς το
μέρος μου, σπασμωδικά, σαν πτώμα που
σέρνεται απο κάποια αόρατη δύναμη. Αυτό
θα πεί διαδραστική εμπειρία.
“Κοίτα
με”.
Στην
οθόνη, πρέπει να εστιάσω στην οθόνη,
“Κοίτα
με”.
το
πτώμα κρέμεται
“κοίτα
με” -δέχομαι το πρώτο χαστούκι
και
κρέμεται
“κοίτα
με” -κι άλλο ένα
και
με νανουρίζει
“κοίτα
με, κοίτα με, κοίτα μεεε” Τα χαστούκια
πολλαπλασιαζονται αλλά κάθε φορά, σαν
να έχει ελατήρια, το κεφάλι μου γυρίζει
και συνεχίζω να βλέπω την ταινία και να
γράφω, να βλέπω και να γράφω, να βλέπω
και να γράφω.
Ένα
ακόμη χτύπημα σχεδόν μετατοπίζει το
σαγόνι μου. Απομακρύνω το βλέμμα μου
απο την οθόνη, με μια στιγμιαία, ακούσια
κίνηση, που όμως είναι αρκετή για να
ξυπνήσω. Ήμουν για άλλη μια φορά, τόσο
χαμένος στην ψευδαίσθηση, ωστέ αγνόησα
την πραγματικότητα. Που αυτή τη φορά
αποδείχθηκε πιο παράξενη απο ο,τιδήποτε
φτιαχτό.
Γυρνάω
και κοιτάω το φίλο μου για μια τελευταία
φορά. Μου χαμογελάει και έτσι απλά, είμαι
ξανά μόνος στο δωματιο. Ξέρω πως δεν θα
τον ξαναδώ.
Οι
πεθαμένοι ζούν στη γή, αλλά όχι ο Κόμπε.
Όχι ακόμα. Πεθαμένοι δημιουργοί-αιματορουφήχτρες,
ανανεώνονται μέσα απο τη ματιά μας.
Ζούμε στους κόσμους τους και ξεχνάμε
τον δικό μας. Και καλά αν το αξίζουν.
Αλλά ο 'φανταστικός' κόσμος που μόλις
είδα... ήταν μόνο μια κακότεχνη απομίμηση
του δικού μου.
Κλείνει
την τηλεόραση καθώς πέφτουν οι τίτλοι
τέλους.
Άει
γαμήσου Kubrick.
Το
ιδανικό τέλος για μια τέλεια κριτική.
Που όμως, δεν θα δεί ποτέ το φώς της
δημοσιότητας.
7.
Δεν
είναι επειδή ο Τζέημς θα πεθάνει.
Τουλάχιστον... υποθέτει πως δεν θα
πεθάνει. Δεν αισθάνεται καμιά ύποπτη
μελαγχολία. Είχε ακόμη και την όρεξη να
φτιάξει να φάει κι άλλο ποπκορν με το
που τελείωσε η ταινία.
Απλά
δεν ενδιαφέρεται να δημοσιοποιήσει την
εύρεση αυτής της magical mystery
πατάτας. Έχει ήδη ξεχάσει πως την
είδε.
Αν
ζήσει, λοιπόν, και όλα δείχνουν πως έτσι
θα γίνει, ο Τζέημς έχει κάτι άλλο να
κάνει. Θα δεί επιτέλους την ταινία του
Κόμπε. Θα την κριτικάρει πραγματικά και
θα την αναρτήσει στην ιστοσελίδα του.
Ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν πραγματικό
φίλο.
Και
αυτή είναι η πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου